(Ονομάζομαι Ευλάμπιος Ντιγκιντάγκας και είμαι παιδικός φίλος του Δημάρχου Μεσολογγίου με τον οποίο και έχουμε φάει ψωμί και αλάτι(τρόπος του λέγειν γιατί πάντα τσίμπαγε κάτι παραπάνω).Το ποίημα αυτό, περιγράφει το βουκολικό έρωτα μιας αιτωλικιώτισας και ενός αγιωργίτη που έφερε στον κόσμο τον παιδικό μου φίλο, δηλαδή ένα τροφαντό ,παμφάγο, οπισθοβαρές κουνιστό αγόρι με γαλάζια μάτια ,τσιριχτή φωνούλα και ακατέργαστες κινήσεις μαριονέτας , που όπως λέγεται ,θέλει πάση θυσία να καταλύσει κάθε έννοια αξιοπρέπειας στο Δήμο Μεσολογγίου)
O φτερωτός ο έρωτας λόγχισε αγιωργίτη
πανώρια κόρη αιτωλικού έριξε σαν σπουργίτι
στο παθιασμένο του χορό έσυρε το ζευγάρι
γυμνούς τους βρήκε η αυγή πάνω σ ένα ταγάρι.
Στα φλογερά τους τα φιλιά ,στης ηδονής τη λήθη
ενώθηκαν τα δυό κορμιά σαν να ναι παραμύθι
σπόρο γερό εδραίωσε η ένωση των δύο
καρπό κοιλίας κόμισε αντελικού αιδοίο.
Πανήγυρης, βεγγαλικά φώτισαν τον αγέρα
στον αι γιώργη οι βοσκοί παιάνιζαν φλογέρα
γιο φωτισμένο έφερνε του ζευγαριού η μοίρα
το σόγι στο αιτωλικό ήπιε καφάσια μπύρα.
Της γέννας πόνοι αφόρητοι έσμιξαν με το κλάμα
χοντρό μωρό αντίκρισε του κόσμου μας το θάμμα
στο μπιμπερό του όρμησε σαν να ταν παϊδάκι
στο μήνα πάνω έτρωγε ,ψητό και σαγανάκι.
Γερό παιδί και φαγανό έπαιζε και αμάδες
στην τουαλέτα αφόδευε τεράστιες κουράδες
ήταν ωστόσο καθαρός, πλενόταν όλη μέρα
και ας σφήνωνε πολλές φορές ο δόλιος στην μπανιέρα.
Στη γειτονιά ολημερίς όξω από κρεοπωλεία
λουκάνικα ζαχάρωνε θωρώντας με λατρεία
δεν ρούπωνε με τίποτε, συνέχεια στη λιγούρα
από τις πιατέλες έπαιρνε πάντα μεγάλη τζούρα.
Τις γκόμενες δεν γούσταρε ,του ρίχναν όλες πίτα
τσουτσούνι δεν διέθετε, δεν τρύπαγε ούτε σίτα
έτσι το σέξ δεν ήτανε και το καλύτερό του
με γκέι πορνό την εύρισκε εις το δωμάτιό του.
Στη μόρφωση δεν τράβαγε μηδέ και στα βιβλία
ποτέ του δεν εστέριωσε στα σχολικά θρανία
οι δάσκαλοι του έριχναν φάπα και τιμωρία
αδιάβαστος επήγαινε ,έκανε φασαρία.
Έτσι δεν ευδοκίμησε να πάρει το πτυχίο
μπανιέρες εμπορεύτηκε την έκανε λαχείο
με δεξιά επούλησε λεκάνες και μπιντέδες
προσόντα δεν διέθετε ,μα ρήμαζε κεφτέδες.
...
Η όρεξη δεν έλειπε μα είχε και ταλέντα
στο τέλος την απηύδησε και την πολύ μερέντα
τούτος αξιοποίησε φύσης παπατζηλίκι
έτσι ευθύς εστόχευσε εις το βουλευτιλίκι.
Σπόνσορες δεν διέθετε μα ήξερε από μίζα
μπανιέρας επιχείρηση την έβαλε στην «πρίζα»
για αυτό όταν χρειάστηκε της έβαλε μπουρλότο
τα ασφάλιστρα τα μάσησε σαν νατανε καρότο.
Ψήφους πολλούς εμάζεψε εις τη βουλή να πάει
η κάλπη τον κατάφερνε πάντα να χολοσκάει
όσο και αν προσπάθησε δεν του φέρνε το γούρι
κάθε φορά του έμπαινε στον πάτο το αγγούρι.
Ιδέα του σφηνώθηκε να γίνει δημαρχίδης
και ας είχε πλήρη άγνοια της λέξης «ευπατρίδης»
για αυτόν προτεραιότητα ήταν να βγάλει φράγκα
με κάθε κόστος ήθελε να στήσει την «παράγκα».
Tην συνταγή την ήξερε , το γλείψιμο εις πρώτη
το κόμμα επροσκύνησε να πάρει πασαπόρτι
παπαμιμίκος του δωσε ,στη ζούλα την αβάντα
κι αμέσως με χρυσή αυγή τα βρήκε στα κουμάντα.
Στις εκλογές εσάρωσε σαν ναταν τρομοκράτης
στη βενετιά εδήλωσε πώς είναι δημοκράτης
της «μιχαλούς» της έταξε φράγκα και βασιλεία
σαν το παγώνι φούσκωνε από τα μεγαλεία.
Το ψέμα και την παπαριά την είχε καραμέλα
ποδηλατούσε και συχνά χωρίς να έχει σέλα,
εις το λιμάνι χώθηκε για να τα κονομήσει
τον νόμο παραβίαζε σαν έπαιρνε μπαξίσι.
Οι πρόσκαιρα συντρόφοι του, τον έκαναν ξεφτίλα
ποτέ τους δεν γουστάρισαν αυτή του την καφρίλα
έτσι την εκοπάνησαν σαν βρήκαν ευκαιρία
στο δήμο τώρα λειτουργούν με ανεξαρτησία.
Αυτός εναγκαλίστηκε όλους τους κατσιαπλιάδες
αγράμματους ,ανίκανους και κάτι φουκαράδες
τούτοι του δώσαν στήριξη και όλα τα εγκρίνουν
για το μισθό και το εφέ και κώλο τώρα δίνουν.
Καματερού παχύδερμο θα φέρνε το νεράκι
η βρύση όμως ξέρναγε ατόφιο κουραδάκι
για τις μελέτες στην πηγή έβγαζε και μαχαίρι
μα οι κάτοικοι στο Αιτωλικό του βάλαν όλοι χέρι.
Εις τις μηνύσεις στράφηκε κόσμο να εκφοβίσει
φύσει φασίστας. κυνικός ,πάντα για να μασήσει
για τον παρά τη μάνα του μπορούσε να ξεκάμει
με τα λεφτά των δημοτών το μάγκα πάντα κάμει.
Γιορτή χελιού οργάνωσε τον Μάη δίχως χέλια
κάτι χοντρές εχόρευαν με λύσσα τσιφτετέλια,
ο καραφλός ο πρόεδρος άστραφτε στο εσπέρας
σαν αρκουδιάρης χόρευε ζεϊμπέκικο ο μπανιέρας.
Στα γκάλοπ πάτο έπιασε πορδομπανιέρα η φήμη
μαύρη πλερέζα φόρεσε ,έκανε σαν αγρίμι,
οδύνες, θύμησες παλιές στης μνήμης το μπαούλον
όταν σαν βουλευτής δοκίμαζε και τσίμπαγε τον πούλον.
Mε τους πασόκους τά βρηκε, έστρωσε και φιλία
ο γιάννος ο αναγνωστό του έδειξε λατρεία,
με κατσιφάρα έδεσε να πάρει και κονδύλια
μα όμως οι δημότες του, του έχωναν καντήλια.
Με Κουρουμπλή επέτυχε στήριξη –ασυλία
έτσι μαζί εκίνησαν να κάνουν αυτοψία
αβάντες του δωσε πολλές, έργα με αναθέσεις
εισαγγελείς και επιθεωρητές φρέναρε με πιέσεις.
Μες το λιμάνι έστησε αυθαίρετα αλατιέρα
του γραμματέα του πασοκ ,του έστρωσε καριέρα
λουκάνικα τον κέρναγε ,του γίνε δεκανίκι
κλασομπανιέρας ξέχναγε πως χρώσταγε το νοίκι.
Στον Τέγα τον πασοκικό του στήριξε φαμίλια
χορτάρια να φροντίζουνε, να κόβουν χαμομήλια
ρίξε Αντόνιο άσφαλτο και στρώσε τα χαλίκια
αριβισμός στο έπακρον, φελλών τα μπεηλίκια.
Τους Συριζαίους γλείφοντας τους έδωσε την δάδα
έτσι Καψάλην όρισε με φυσική γενειάδα,
αυτοί λοιπόν σαν ήρωες και γνήσιοι επαναστάτες
μνημόνιο πυρπόλησαν με του χοντρού τις πλάτες.
Εθελοντής βολεύτηκε στο Κδαπ διπλοθεσίτης
με γλώσσα ως το πάτωμα τό παιξε ιερολοχίτης
ως ερπετό σερνάμενο πουλάει ψευδοκουλτούρα
μπανιέρα πεοθηλασμοί, αγνάντευε –κατούρα.
Στον γιο πρώην δημάρχου μας , τού δωσε υποθέσεις
στον άλλον με το πράσινο, χαλάζι οι αναθέσεις
δώσε σε μένα και μαλλί φώναζε ο Μπουσμπουρέλης
εδώ και τώρα πήδα μας ,δήλωνε ο Καρβέλης.
Στον Μπούλη και αβάσκαντο , σωρεία οι αναθέσεις,
με φαγητά και γραφικά ,χρηματικές ενέσεις,
το πλιάτσικο στο δήμος μας επήρε διαστάσεις
ο κάθε διαθέσιμος εδέχετο προτάσεις.
Τον μπουσμπουρέ μπαγλάρωσαν τον πήγανε στην ΓΑΔΑ
με πρόεδρο, συν γυναιξί εις την ψειρού αράδα
με τον μπανιέρα δάσκαλο εντρύφησαν στη μίζα
σε μελαψούς πακιστανούς τους έδιναν τη βίζα.
Το δεξιό το στέλεχος ο Τάσος ο Λαλάκης
στο κδαπ και στο πνευματικό είναι ο ρουβάς ο Σάκης
η πέπα του η καραφλή είναι ο ομφαλός της πόλης
με τον μπανιέρα έγινε εξώλης και προώλης.
Καρβέλης και Καραπαππάς , αυθεντικά ζαγάρια
κοστούμια τώρα φόρεσαν, έκρυψαν τα ταγάρια
είναι οι βέροι εραστές ,με οσμή και στις μασχάλες
με το μπανιέρα δίπλα τους ,ανέβηκαν τις «σκάλες».
Στις εκλογές που έφτασαν στα τέσσερα για ψήφους
διορισμοί, συναλλαγή ,λαμόγια ίδιου ύφους
της Μένιας νύφες βόλεψε στα σέα και στα μέα
μέχρι και σε μουσείο έχωσε μουστακοοδυσσέα.
Φρατζεσκανό Μουρκούσιο προσέγγισε με χάρη
φράγκα του έχωσε πολλά απ των δημοτών τα βάρη
έτσι του εξημέρωσε να πάρει Δαουτίδη
απ το λαιμό το γράπωσε του νιχωριού το γίδι.
Γκέι Αγρινιώτη έστησε να γράφει στα κρυφά
με τον μπανιέρα ορέγονται ,μυώδη Μουσταφά
έτσι μαζί εστήσανε φάντασμα εφημερίδα
από τις δυο πλευρές εψήνουνε ,οι δυό ,τη συναγρίδα.
Σκερπάνια και λιποβαρείς στηρίζουν τον Μπανιέρα
με στόμφο εδηλώνουνε στήριξη κάθε μέρα
πολιτικής απαύγασμα, μεγίστης ευφυΐας
λάτρεις του παιδοβούβαλου και ρέκτες μαλακίας.
Ότι και αν πεις για τον χοντρό, ποτέ δεν υπερβάλεις
της λαμογιάς προσκύνημα ,της μίζας της μεγάλης
πανήβλακες και άσχετοι την πόλη εξουσιάζουν
την τύχη και το μέλλον μας, σε υποθήκη βάζουν.
Στην πόλη ανεδείχθησαν γλείφτες και χατζηαβάτες
η αισθητική εξέπεσε, στο κιτς όλοι πελάτες,
βοσκοί, λελέδες ,καραφλοί πουλάνε εξουσία
εις του μπανιέρα την κοιλιά τελούν τη συνουσία.
Μεσολογγάκι δόλιο μου σε μάρανε ο μπανιέρας
σήψη και αμοραλισμός και της αξίας πέρας
βυσσοδομεί στα όνειρα, σε κάθε μας ελπίδα
φαυλότητα, κρετινισμός του μπανιερού ασπίδα.
Διαβάστε περισσότερα...
Διαβάστε περισσότερα...