82 χρόνια συμπληρώνονται αύριο από την 28η Οκτωβρίου 1940 και πολλές
προσπάθειες γίνονται τα τελευταία χρόνια για να αναθεωρηθεί η Ιστορία.
Προσπάθειες όχι τυχαίες αλλά στοχευμένες και μεθοδευμένες καθώς θέλουν να
ξαναγράψουν την Ιστορία κατά πως τους βολεύει. Επιχειρούν να σβήσουν την
Ιστορική μνήμη και να θολώσουν την κρίση για τα εγκλήματα του φασισμού.
Η επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις
που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στον
δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά.
Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Είναι αλήθεια, όμως, αυτό που έχουμε διδαχθεί ή ακούσει ότι ο Μεταξάς είπε
«Όχι» το 1940; Το δικό του «Όχι» γιορτάζουμε αύριο; Ή μήπως ήταν αλλιώς τα
πράγματα; Ας δούμε ποια είναι η ιστορική αλήθεια για την περίοδο.
Ο Μεταξάς δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να
εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα. Διέλυσε τις προηγούμενες
ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την «Τρία Έψιλον» και τα
αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους «Χαλυβδόκρανους») μόνο και μόνο για
να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε
να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β’.Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε,
στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων
οργανώσεων. Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το
πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του
ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην "κομμουνιστική επιθετικότητα".
...
Διακήρυξε τη δημιουργία του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού» - κατ’ απομίμηση του
χιτλερικού Γ’ Ράιχ-. Κήρυττε την Fuhrerprinzip, την αρχή του αλάθητου και
της παντοδυναμίας του αρχηγού. Όπως όμως και τα άλλα φασιστικά καθεστώτα των
Βαλκανίων αλλά και ο Φράνκο, δεν χρησιμοποιούσε
τους όρους “φασιστικός” και “εθνικοσοσιαλιστικός” αφενός λόγω της εμφανούς
απέχθειας της κοινωνίας προς τα αντίστοιχα καθεστώτα
του Μουσολίνι και
του Χίτλερ, αλλά και για να μη δημιουργεί προστριβές
με την “προστάτιδα” Αγγλία.
Στις 20 Σεπτέμβρη του 1936, η δικτατορία, που μετράει μόλις ενάμιση μήνα
ζωής, προσκαλεί (δια του ανοικτά φιλοναζιστή έλληνα
υπουργού Κοτζιά) τον Τζ. Γκαίμπελς, τον διαβόητο υπουργό Προπαγάνδας των Ναζί, που είναι «η πιο ισχυρή
προσωπικότητα του Γ’ Ράιχ μετά τον Φύρερ» όπως αναγράφει την ίδια μέρα στο
άρθρο της μία από τις πλήρως ελεγχόμενες από το καθεστώς ελληνικές
εφημερίδες. Είναι η αρχή μίας διαρκούς διπλωματικής προσέγγισης του Μεταξά
προς τη Γερμανία. Άλλωστε το καθεστώς βρίθει από ανοικτά δηλωμένους λάτρεις
του ναζισμού. Όχι μόνο οι υπουργοί (Κοτζιάς, Μανιαδάκης κ.α.), αλλά και
αστυνομικές διευθύνσεις και άλλες υπηρεσίες κοσμούν τα γραφεία τους με κάδρα
του Χίτλερ.
Ο στρατός, αφού έχει εκκαθαριστεί από κάθε δημοκρατικό και βενιζελικό
στοιχείο, αποτελείται κατά βάση από στρατιωτικούς-θαυμαστές των SS και της
Βέρμαχτ. Η ΕΟΝ, όπως αναφέρθηκε,κατά τα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας,
διαδίδει τις αξίες της μοναρχίας και την λατρεία του «ηγέτη Μεταξά». Ο Γ’
Ελληνικός Πολιτισμός λοιπόν κλείνει το μάτι στο Γ’ Ράιχ.
Οι υπόγειες επικοινωνιακές και ιδεολογικές διασυνδέσεις του καθεστώτος προς
το Γ’ Ράιχ θα είναι μόνιμες, ακόμη και κατά το ξέσπασμα του πολέμου στην
Ελλάδα. Οι ισορροπίες διαρκώς θα δοκιμάζονται: το 1938, ο δικτάτορας
παροτρύνει επισήμως τον βασιλιά του να επισκεφθεί τον Χίτλερ στη Γερμανία
και ο Γεώργιος αρνείται.
Το απόλυτο αδιέξοδο και την απελπισία του γι αυτή την «προδοσία» των
ομοϊδεατών του Χίτλερ και Μουσολίνι καταγράφει ο ίδιος ο Μεταξάς στο
Τετράδιο των Σκέψεων του, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του (2.1.1941),:
«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος
αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και
εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα
ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους
αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς.
Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την
ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα
με όλη τους τη δύναμη. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της
Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως
σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη
σημαία αυτή».
Το καταπληκτικό αυτό κείμενο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το πώς σκεπτόταν
ο Μεταξάς μέχρι το τέλος της ζωής του και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε
η χώρα στον πόλεμο. Εξηγεί ακόμα την φαινομενική τυφλότητα των σύγχρονων
εθνικοσοσιαλιστών μπροστά στα πασίγνωστα εγκλήματα του ναζισμού στην Ελλάδα.
Για να επανέλθουμε όμως, ο ηγέτης του «Εθνικού Κράτους» και του «Τρίτου
Ελληνικού Πολιτισμού», δεν κυβερνούσε μόνος του αλλά υπήρχε ένα ακόμα κέντρο
εξουσίας που ήταν το Παλάτι και το «βαθύ κράτος», που υπάκουε πρωτίστως στο
βασιλιά. Και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη Βρετανία,
τη «θετή και πνευματική του πατρίδα», σύμφωνα με τον Άγγλο
πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ.
Για να αντιληφθεί κανείς τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που παίζονταν
στην Ελλάδα και το μέγεθος της οικονομικής επιρροής της Αγγλίας στη χώρα
είναι ενδεικτικό το εξής στοιχείο.Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932
έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144
εκατομμύρια χρυσά φράγκα.
Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο
οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και
η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά
κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το
5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το
1,65% ήταν ιταλικά.
Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το Μεταξικό
καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Εξάλλου,
όπως εξήγησε ο Μεταξάς στους δημοσιογράφους αμέσως μετά την ιταλική επίθεση
(30.10.1940), ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο για
στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της
χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα επενέβαινε
στρατιωτικά η Αγγλία, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Ελλάδας και τη
μετατροπή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης.
«Λίγες τουφεκιές…»
Ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς, ούτε ο στρατάρχης Παπάγος πίστευαν σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Ο Παπάγος
δήλωνε σε υφισταμένους του (συγκεκριμένα στον επιτελάρχη του Τμήματος
Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας συνταγματάρχη Γεωργούλη)
ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ο δε Μεταξάς
σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η
υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά»!
Το πραγματικό κλίμα εκείνου του βραδιού του τελεσιγράφου αποτυπώνει ο
υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά Αμβρόσιος Τζίφος, ο
οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της
ιστορικής νύχτας: «Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς
τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω
και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις» (ανέκδοτες «Αναμνήσεις», περιλαμβάνονται
σε παράρτημα του Ημερολόγιου Μεταξά εκδόσεις Γκοβόστης, τόμος Δ’).
Τα ίδια πίστευε και ο Υφυπουργός των
Στρατιωτικών Παπαδήμας. Οταν επισκέφτηκε στον
«Ευαγγελισμό» που νοσηλευόταν ο Συν/χης Δαβάκης του είπε: «Εμείς περιμέναμε να τελειώσει ο πόλεμος σε τρεις μέρες.
Αυτό που καταφέρατε σεις είναι ένα θαύμα». Έτσι εκφράζονταν οι ποιο
υπεύθυνοι στρατιωτικοί Αρχηγοί που είχαν τοποθετηθεί στην κορυφή της
στρατιωτικής ηγεσίας του έθνους. Οι δηλώσεις αυτές είναι ιστορικά
ντοκουμέντα που δείχνουν καθαρά τις προθέσεις της δικτατορίας. Δεν είχαν στο
vου τους παρά να πολεμήσουν τρεις μέρες και να παραδώσουν χωρίς πόλεμο το
λαό μας στην πιο επαίσχυντη δουλεία και καταστροφή, ενώ αυτοί ετοιμάζονταν
να φύγουν.
Η στρατιωτική προετοιμασία
Ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στοιχειωδώς μόνο προετοιμασμένος, παρ’ όλες τις
υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας. Τα αποθέματά του σε
πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα δεν υπερέβαιναν (σύμφωνα με την επίσημη
ιστορία του ΓΕΣ) τους 1-2 μήνες κατά περίπτωση, κάλυπτε μόλις το 8% των
αναγκών του σε αυτοκίνητα (600 αντί για 7.000), ενώ η αεροπορία, για την
οποία είχαν γίνει άπειροι έρανοι και κατασχεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις
χιλιάδων μικροαποταμιευτών, διέθετε μόνο κάποια δευτεροκλασάτα και
ψιλοαπαρχαιωμένα αεροσκάφη PZL πολωνικής κατασκευής.
Αν μη τι άλλο, θα περίμενε κανείς από μία δικτατορία ενός πρώην στρατιωτικού
με μακρά θητεία να έχει τουλάχιστον μία κάποια έφεση στη στρατιωτική
οργάνωση και πυγμή. Κι όμως, η ηθική και επιχειρησιακή κατάσταση του
στρατιωτικού μηχανισμού κατά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο είναι
επιεικώς απαράδεκτη για ένα καθεστώς που αυτοπροβάλλεται ως εθνοσωτήριο.
Η σαρωτική επιτυχία του ελληνικού στρατού οφειλόταν αμιγώς στην ασυγκράτητη
ορμή της ανοργάνωτα επιστρατευμένης ελληνικής κοινωνίας και επουδενί στο
μεταξικό καθεστώς, το οποίο, ακόμα και την περίοδο της σφοδρής ελληνικής
αντεπίθεσης εναντίον των Ιταλών, έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσει το
«Βατερλώ» του Άξονα.
Το καθεστώς, το οποίο σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο του ελληνικού υπουργείου
εξωτερικών, γνώριζε από τον Ιούνιο για την επικείμενη επίθεση της Ιταλίας,
εισήγαγε την Ελλάδα στον πόλεμο ως εξής:Ελλιπέστατη εδαφική οχύρωση,
αποθέματα τροφίμων και ένα απίστευτα μικρό και πεπαλαιωμένο πολεμικό υλικό
καθ’ ομολογίαν των ίδιων των ηγετών του στρατού (Παπάγος, Ναύαρχος
Σακελλαρίου κ.α.).
Οι οχυρώσεις της περιβόητης «γραμμής Μεταξά» στα βουλγαρικά σύνορα ήταν
μισοτελειωμένες (σταματούν 70 χλμ ανατολικά του Αξιού) και άχρηστες, καθώς η
κακή σχεδίασή τους δεν εμποδίζει ικανοποιητικά την διέλευση των αντίπαλων
στρατευμάτων. Στην Ήπειρο, όπου διεξάγεται ο πόλεμος αρχικά, το ελληνικό
κράτος έχει προνοήσει για δύο κακοφτιαγμένους δρόμους, ενώ δεν υπάρχει καμία
σιδηροδρομική γραμμή, τα Γιάννενα έχουν ένα μόνο αεροδρόμιο σε κακή
κατάσταση.
Η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο με λιγοστά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά
όπλα. Δεν διέθετε ούτε μία μονάδα αρμάτων ούτε καν μια θωρακισμένη μονάδα.
«Τουφέκια, όλμοι, κανόνια που έπρεπε να είναι τελευταίου τύπου… σκάζουν στα
πρόσωπα των στρατιωτών μόλις επιχειρούν να τα χρησιμοποιήσουν. Τα πυρομαχικά
που υποτίθεται πως είναι σε μεγάλη ποσότητα, δεν είναι καθόλου» (Floyd
Spenser, “War and postwar Greece”).
Η 28η Οκτωβρίου 1940
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τα χαράματα της 28ης Οκτώβρη 1940 ήταν ένας
θαυμαστής του Μουσολίνι, του Χίτλερ και αυλόδουλος. Ως τέτοιος έπρεπε με
μισή καρδιά να πολεμήσει τα ινδάλματά του γιατί ο βασιλιάς ήταν σύμμαχος των
Άγγλων. Ο αγουροξυπνημένος Μεταξάς έχει λιγότερο από 3 νυκτερινές ώρες να
ενημερώσει τον βασιλιά του, την κυβέρνησή του και τον στρατό του και συνάμα
να απαντήσει θετικά ή αρνητικά μπροστά σε μία κατάληψη μη προσδιορισμένων
εδαφών σε έναν πρέσβη ανίκανο να προβεί σε διευκρινήσεις, ο οποίος με τη
σειρά του θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να μεταφέρει την απάντηση με τα μέσα
επικοινωνίας του 1940.
Με λίγα λόγια, η ιταλική διακοίνωση είναι προσχεδιασμένη ώστε να κάνει
εντελώς αδύνατη ακόμα και την άνευ όρων παράδοση, δηλαδή τον ανώτατο
αντικειμενικό στόχο ενός τελεσιγράφου.
Ο Μεταξάς, πρώην στρατιωτικός και νυν δικτάτορας, κάνει ενώπιον του Γκράτσι
μία λογική διαπίστωση, την οποία ο ιστορικός μύθος μετέτρεψε σε αποφασιστική
άρνηση. Δεν υπήρξε καμία ερώτηση και κανένα εκβιαστικό τελεσίγραφο, παρά
μόνο η ωμή κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Έτσι εκείνα
τα χαράματα και όταν ο Γκράτσι του επέδωσε το τελεσίγραφο του απάντησε στην
γαλλική γλώσσα, γιατί δεν ήξερε Αγγλικά και γιατί η Γαλλική ήταν η γλώσσα
της διπλωματίας. Δεν είπε «ΟΧΙ», πρώτον γιατί η λέξη «ΟΧΙ» δεν υπάρχει στην
διπλωματία και δεύτερο γιατί έγραψε ο ίδιος ο Μεταξάς τι του απάντησε στο
περίφημο «Ημερολόγιό» του. Η απάντηση ήταν ερώτηση και ήταν η ακόλουθη:
Alors est que c’est la guerre; «Δηλαδή έχουμε πόλεμο;».
Πού βρέθηκε το «Οχι»; Ηταν μια εύστοχη δημοσιογραφική έμπνευση (εφημ.
«Ελληνικό Μέλλον», 30.10.1940), η οποία μετατράπηκε γρήγορα σε βασικό
προπαγανδιστικό σλόγκαν ενός καθεστώτος, το οποίο ήδη λειτουργούσε με
ολοκληρωτικές μεθόδους χρησιμοποιώντας κάθε λογής ύμνους για τον «Εθνικό
Κυβερνήτη». Το δεδομένο ήταν ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπαίνει με το
ζόρι σε έναν πόλεμο εναντίον ομοϊδεατών του. Ο πόλεμος ξεκίνησε και ο
ελληνικός λαός έγραψε στα βουνά της Πίνδου μερικές απ’ τις πιο λαμπρές
σελίδες στην ιστορία του.
Η ευκαιρία όμως για οριστική ματαίωση των επιδιώξεων του Μουσολίνι χάνεται
καθώς οι έλληνες στρατιωτικοί διευθυντές των επιχειρήσεων της Αλβανίας και
της Ηπείρου ακολουθούν μία εντελώς αδικαιολόγητη –στρατιωτικά- μετριοπάθεια,
που δίνει τον χρόνο στους Ιταλούς να ανασυνταχθούν, δίνει βορά τις ελληνικές
δυνάμεις στο κρύο του χειμώνα και την πείνα καθώς επίσης και τα περιθώρια
στους Γερμανούς να οργανώσουν τις δυνάμεις τους για τη συμμετοχή τους στη
μάχη εναντίον της Ελλάδας.
Σύμφωνα με μελέτη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης το 1941 αναφέρει: «Το
καθεστώς Μεταξά και η ελληνική Ανώτατη Διοίκηση κυριαρχούνταν από παθητική
και αμυντική νοοτροπία κι από άτολμη και χωρίς φαντασία στρατηγική, σε
σημείο που δύσκολα μπορεί να τους αναγνωρίσει έστω και μία επιθετική διαταγή
σ’ όλο το διάστημα του πολέμου. Με δύο λόγια,…, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις
νίκες που κέρδισε το ελληνικό πεζικό».
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και η οικονομική ελίτ της Ελλάδας ήταν όχι
μόνο φιλοναζιστική αλλά έπαιρνε και πρωτοβουλίες δυναμώματος της ναζιστικής
κυριαρχίας μόλις αυτή εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την Κατοχή. Ο
αντιπρόσωπος της εταιρείας Siemens στην Ελλάδα, Ιωάννης Βουλπιώτης, ήταν
ένας από τους ιδρυτές των «Ταγμάτων Ασφαλείας», της χειρότερης ελληνικής
ναζιστικής οργάνωσης την περίοδο της Κατοχής.Μετά την Κατοχή το μετεμφυλιακό
Κράτος που θέσπισε την 28η Οκτωβρίου σαν γιορτή στελεχώθηκε από αυτούς
ακριβώς τους συνεργάτες των Ναζί.
Η χώρα μας γιορτάζει μια επέτειο έναρξης πολέμου. Ενός πολέμου στον οποίο η
ηγεσία της χώρας σύρθηκε από τη μύτη εξαιτίας συμμαχικών υποχρεώσεων.
Άλλωστε μετά την ήττα αυτές οι ελίτ της επιχειρηματικής και κοινωνικής ζωής
συνεργάστηκαν ολόθερμα με τους Ναζί και η ίδια χώρα ποτέ δεν τιμώρησε τους
συνεργάτες αυτούς και ποτέ δεν θα γιορτάσει το τέλος του πολέμου και τη
στρατιωτική ήττα του Ναζισμού.
Εν κατακλείδι η απάντηση στο αρχικό ερώτημα για το ποιος είπε το ΟΧΙ
προκύπτει αβίαστα. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός, ένας λαός που δεν
συμβιβάστηκε με την ήττα, αλλά αντιστάθηκε σε βουνά και πόλεις μέχρι που
έδιωξε τους ναζί κατακτητές. Τα ΟΧΙ τα λένε και τα υποστηρίζουν οι λαοί και
όχι οι δικτάτορες Μεταξάδες.
*Ο Θράσος Αβραάμ είναι πρώην εκδότης, δημοσιογράφος, πτυχιούχος του Τμήματος
Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου