Οι Σύμμαχοι υπέθεσαν ότι η Ιαπωνία παραδόθηκε εξαιτίας των ατομικών
βομβαρδισμών και το ίδιο συνήθως υποστηρίζουν έως σήμερα οι ιστορικοί. Αλλά
η εξήγηση δεν είναι τόσο απλή. Μέχρι εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό της 14ης
Αυγούστου του 1945, η «φατρία της ειρήνης», η ιαπωνική ελίτ, προσπαθούσε να
βρει μια φόρμουλα για να τερματίσει τον πόλεμο .
Οι ιστορικοί συχνά υποστηρίζουν ότι το υπερόπλο της Αμερικής ανάγκασε τον
ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο να παραδοθεί το 1945. Ωστόσο, όπως γράφει ο
Ρίτσαρντ Οβερι στο βιβλίο του «Rain of Ruin: Tokyo, Hiroshima and the
Surrender of Japan», αλλά και σε άρθρο του που δημοσιεύει η βρετανική
εφημερίδα Telegraph, εάν εξετάσει κανείς προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα, η
αλήθεια είναι αρκετά πιο περίπλοκη.
Ολα ξεκίνησαν σχεδόν 80 χρόνια πριν, όταν ένα ζεστό πρωινό
πραγματοποιήθηκε μια ιστορική συνάντηση στο Τόκιο, στο υπόγειο καταφύγιο του
αυτοκρατορικού παλατιού. Το ημερολόγιο έγραφε 14 Αυγούστου 1945 και είχαν
περάσει οκτώ ημέρες μετά την πρώτη ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα. Ο
αυτοκράτορας Χιροχίτο της Ιαπωνίας ήταν έτοιμος να ανακοινώσει το τέλος του
πολέμου στον Ειρηνικό.
...
Μπαίνοντας στην αποπνικτική αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, τα
μέλη του Ανωτάτου Πολεμικού Συμβούλιου αλλά και οι υπουργοί κάθισαν σε δύο
μακρόστενες τραπεζαρίες, τοποθετημένες σε ορθή γωνία με το χρυσό τραπέζι στο
οποίο θα καθόταν ο αυτοκράτορας.
Επειτα από καθυστέρηση σχεδόν μισής ώρας, ο Χιροχίτο μπήκε φορώντας
την στρατιωτική στολή του και κάθισε μπροστά στα μέλη της κυβέρνησής του.
Οπως γράφει ο Οβερι στο άρθρο του, o αυτοκράτορας είχε ήδη εκφράσει τη γνώμη
του, τέσσερις ημέρες νωρίτερα.
Επέμενε ότι το τελεσίγραφο των Συμμάχων, το οποίο είχε αποσταλεί από
τη Διάσκεψη του Πότσδαμ, έναν μήνα πριν – ότι η Ιαπωνία έπρεπε είτε να
παραδοθεί είτε να αντιμετωπίσει την «άμεση και ολοκληρωτική καταστροφή»– θα
όφειλε να γίνει αποδεκτό.
Και όμως τώρα, μέσα στο καταφύγιο βρίσκονταν όσοι διαφωνούσαν μαζί του: ο
υπουργός Πολέμου, μαζί με τους αρχηγούς των ναυτικών και στρατιωτικών
επιτελείων. Εκεί, ο Χιροχίτο επανέλαβε τη θέση του, προσθέτοντας: «Θα ήθελα
όλοι εσείς να συμφωνήσετε μαζί μου». Καθώς μιλούσε, δάκρυα έτρεχαν από τα
μάτια του. Σύντομα, και σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, όλοι όσοι βρίσκονταν
σε εκείνη συνέλευση θα ξεσπούσαν σε κλάματα.
Ο Χιροχίτο ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν είχε αναφέρει καθόλου τη λέξη
«παράδοση», που ήταν αμαρτία να ειπωθεί για τον ιαπωνικό στρατό, σημειώνει ο
Οβερι. Μιλούσε μόνο για «τερματισμό του πολέμου, για το καλό του λαού», όχι
επειδή είχαν ηττηθεί.
Ο «τερματισμός» καθιερώθηκε ως όρος στην Ιαπωνία. Η απόφαση του αυτοκράτορα
γνωστοποιήθηκε στην αμερικανική κυβέρνηση, ενώ ο Χιροχίτο ηχογράφησε μια
ομιλία με την οποία απευθυνόταν στον λαό του που θα μεταδιδόταν την επόμενη
ημέρα, 15 Αυγούστου.
Παρ’ όλα αυτά, στην Ιαπωνία, αυτό δεν ήταν το τέλος της κρίσης. Το
επόμενο πρωί, μια μονάδα στρατιωτών εισέβαλε στο αυτοκρατορικό παλάτι,
αναζητώντας την ηχογραφημένη ομιλία του αυτοκράτορα, ελπίζοντας να τη βρει,
για να την καταστρέψει.
Οι στρατιώτες επικράτησαν, αλλά η εκπομπή τελικά μεταδόθηκε. Ωστόσο,
πολλοί από τους ακροατές δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν τι ακριβώς ήθελε να
πει ο αυτοκράτορας, εν μέρει επειδή μιλούσε στην παραδοσιακή γλώσσα των
αυλικών, ενώ παράλληλα η λήψη ήταν πολύ κακή.
Οσοι κατάλαβαν τι εννοούσε είτε δάκρυσαν μπροστά στο ραδιόφωνο είτε
θύμωσαν με τα νέα, είτε απλώς αναστέναξαν με ανακούφιση που η δοκιμασία του
πολέμου είχε τελειώσει. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Οβερι, ο υπουργός Πολέμου,
Κορετσίκα Ανάμι, αυτοκτόνησε με το τελετουργικό «σεπούκου» στο γραφείο του
εκείνο το πρωί (το seppuku ή harakiri ήταν η τελετουργική αυτοκτονία σε
περίπτωση που απειλούνταν η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός
πολεμιστή).
Οκτώ ακόμη κορυφαίοι στρατηγοί και ναύαρχοι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Ορισμένες μονάδες του στρατού και της αεροπορίας αρνήθηκαν ακόμη και να
δεχτούν την απόφαση του αυτοκράτορά τους. Μια μοίρα καμικάζι του Ναυτικού
έριξε πάνω από το Τόκιο φυλλάδια που έγραφαν ότι η εκπομπή με τον
αυτοκράτορα ήταν ψεύτικη.
Μια άλλη μονάδα στρατιωτών κατέλαβε λόφους στο κέντρο της πόλης.
Αλλοι αυτοκτόνησαν με χειροβομβίδες. Ενα εναέριο σώμα αρνήθηκε να αφοπλιστεί
και απείλησε ότι θα κατέρριπτε τα αμερικανικά αεροσκάφη, όταν προσγειώνονταν
για την κατοχή της Ιαπωνίας.
Ωστόσο, η επίσημη παράδοση της χώρας δεν θα άρχιζε πριν από τις 2
Σεπτεμβρίου, δίνοντας ουσιαστικά χρόνο στα συμμαχικά στρατεύματα,
προκειμένου να τοποθετηθούν επί ιαπωνικού εδάφους. Οι Σύμμαχοι υπέθεσαν ότι
η Ιαπωνία είχε παραδοθεί, εξαιτίας των ατομικών βομβαρδισμών, και το ίδιο
συνήθως υποστηρίζουν μέχρι σήμερα οι ιστορικοί. Αλλά η εξήγηση δεν είναι
τόσο απλή.
Ο Οβερι παρατηρεί πως μέχρι εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό, η «φατρία της
ειρήνης», η ιαπωνική ελίτ –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του αυτοκράτορα–
προσπαθούσε να βρει μια φόρμουλα για να τερματίσει τον πόλεμο.
Την ίδια ώρα, η Ιαπωνία αντιμετώπιζε αφενός τους αμερικανικούς
βομβαρδισμούς με ναπάλμ, οι οποίοι είχαν καταστρέψει σχεδόν το 60% των
αστικών περιοχών, αφετέρου την αυξανόμενη, κοινωνική αναστάτωση στις
περιοχές όπου είχαν παραμείνει, αλλά και τις εξασθενητικές συνθήκες του
ναυτικού αποκλεισμού, ο οποίος στερούσε την ιαπωνική βιομηχανία από καύσιμα
και υλικά αγαθά. Παράλληλα, τον πρώτο καιρό και στις περιοχές που δεν
επλήγησαν από τις ατομικές βόμβες, δεν ήταν καν σαφές τι ακριβώς
έγινε.
Η ζημιά που είχαν προκαλέσει οι ατομικές βόμβες φαινόταν να μην είναι
μεγαλύτερη από αυτήν ενός συμβατικού, αν και βαρέος, βομβαρδισμού. Η επίσημη
επιστημονική αναφορά για τη βόμβα της Χιροσίμα έφτασε στο παλάτι του Τόκιο
στις 10 Αυγούστου, δηλαδή τέσσερα εικοσιτετράωρα μετά την πυρηνική επίθεση
και εφόσον ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει να αποδεχτεί το τελεσίγραφο. «Αυτό
που, στην ουσία, πίεζε περισσότερο τον Χιροχίτο», υποστηρίζει ο συγγραφέας,
«ήταν η είσοδος της Σοβιετικής Ενωσης στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας», η
οποία άρχισε μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Αυγούστου του 1945, με τη σοβιετική
εισβολή στο ιαπωνικό κράτος-μαριονέτα του Μαντσούκουο.
Σύμφωνα με τον Οβερι, η αυτοκρατορική απόφαση ελήφθη βιαστικά, προκειμένου
να εξασφαλιστεί ότι η παράδοση της Ιαπωνίας θα ήταν προς τους δυτικούς και
όχι στους σοβιετικούς. Οι Σύμμαχοι δεν το έμαθαν αυτό ακόμη και μετά το
τέλος του πολέμου. Ωστόσο, υπήρχε διάχυτη μεταξύ τους η ανησυχία για το τι
ακριβώς είχαν προκαλέσει οι ατομικές βόμβες.
Ομάδες ερευνητών εστάλησαν αμέσως στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με την
εκτίμηση της βρετανικής ομάδας, εάν μια ατομική βόμβα έπεφτε σε μια
βρετανική πόλη, θα κατέστρεφε 115.000 σπίτια και θα σκότωνε 50.000
ανθρώπους.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες κρίθηκε ότι εάν μία ατομική βόμβα έπεφτε
εντός του εδάφους τους, σε μια αστική περιοχή με ξύλινα σπίτια, θα τα
κατέστρεφε όλα, σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενάμισι χιλιομέτρου. Τότε, το
ποσοστό των ξύλινων κτισμάτων άγγιζε το 97,7% στη Νέα Υόρκη και το 99% στο
Σαν Φρανσίσκο.
Εν τω μεταξύ, παρά τις έρευνες και την πληροφόρηση των δυτικών, ο ιαπωνικός
λαός παρέμενε στο σκοτάδι. Κατόπιν αμερικανικής εντολής, τίποτα δεν
μπορούσε να γραφτεί ή να δημοσιευτεί στην Ιαπωνία για την πυρηνική
επίθεση, μέχρι το τέλος της κατοχής το 1952. Οταν, όμως, οι πρώτες εικόνες
δημοσιεύθηκαν σε εικονογραφημένη εφημερίδα εκείνη τη χρονιά, 520 χιλιάδες
αντίτυπα πωλήθηκαν μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα.
Οι επιζώντες της ατομικής βόμβας, οι «χιμπακούσα», οργάνωσαν το
ιαπωνικό κίνημα ειρήνης που κάνει δεκάδες εκστρατείες για τον πυρηνικό
αφοπλισμό, μέχρι και σήμερα. Κανένας από τους αμερικανούς προέδρους μετά τον
πόλεμο –πλην του Μπαράκ Ομπάμα– δεν έχει επισκεφθεί το Πάρκο Ειρήνης της
Χιροσίμα.
Και το Διεθνές Δικαστήριο δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και όταν του
ζητήθηκε μία γνωμοδότηση το 1995, επί της νομιμότητας της απειλής ή χρήσης
πυρηνικών όπλων διατήρησε μία επικίνδυνα διπλωματική στάση, καταλήγοντας ότι
«σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, η χρήση πυρηνικών όπλων ούτε
επιτρέπεται, αλλά ούτε και απαγορεύεται ρητά και ως εκ τούτου δεν είναι
παράνομη η χρήση τους».
Επομένως, αναφέρει ο Οβερι, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα νομικό μέσο στο
διεθνές δίκαιο το οποίο να απαγορεύει αυτό που συνέβη στη Χιροσίμα και το
Ναγκασάκι. Η πεποίθηση ότι οι δύο ατομικές βόμβες ανάγκασαν την Ιαπωνία να
παραδοθεί παραμένει διαδεδομένη μέχρι σήμερα – αλλά η αλήθεια είναι αρκετά
διαφορετική.
Στη δραματική, συγκινητική συνάντηση της 14ης Αυγούστου, που τελικά έφερε
το τέλος των εχθροπραξιών στον Ειρηνικό, ο Χιροχίτο δεν ανέφερε τη ρίψη
ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Αλλά ούτε και τη σοβιετική επιθετικότητα. Μίλησε, μόνο, για τον «πόνο
του λαού του». Το βιβλίο του Ρίτσαρντ Οβερι «Rain of Ruin: Tokyo, Hiroshima
and the Surrender of Japan» κυκλοφορεί στις 6 Μαρτίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου