Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Εισερχόμενη Ποίηση από τη Πρωτεύουσα nr. 3


Έγινε μάχη πριν ένα χρόνο, μια μάχη που ήτανε σώμα με σώμα και την κερδίσαμε αυτή τη μάχη, αφού όλοι λέγαν να φύγει η βρώμα. Θα φτιάξω πάλι μια καρότσα, να ζέψω πάνω της ένα μουλάρι, με καμουτσίκι θα το χτυπάω, ξέρουν τα ζώα σ’ αυτό το χάδι. Σε χωματόδρομους ή σε σαλόνια θα ‘ρθουμε πρώτοι εμείς. Μας ξέρουν όλοι, μας μάθαν όλοι στην εξουσία, σαν συγγενείς. Μπήκε φωτιά το καλοκαίρι σε κατσαρόλα που είχε αδειάσει. Πήρα μια χύτρα την πρώτη μέρα, που είναι γρήγορη στη βράση. Έβαλα μέσα σ’ αυτή τη χύτρα τα αποφόρια, τα αποβράσματα και τ’ αποσπόρια, να γίνουν ένα κι όλα να λιώσουν, να μην κρατήσουν, να τελειώσουν. Άρχιζα μάχη γι’ αυτό τον τόπο και δε χωρούσαν τα τρωκτικά. Μια μάχη γνήσια και αντρίκια, που 'τανε όμως γι' άλλα κορμιά. Που 'ταν για μάτια αλλιώτικα, που στην ψυχή είχαν φλόγα. Θα πορευτώ μόνο μ’ αυτούς και θα τα φτιάξω όλα. Αυτά λοιπόν μας έλεγε, σαν κάθισε στον θρόνο, μόνο δυο μήνες πέρασαν και πήρε άλλο δρόμο. Πολιτικάντηδες μπήκαν στη μέση, ψιλικατζήδες όλο βρωμιά και του φωνάζαν του αγωγιάτη:'' χτύπα το μουλάρι, τράβα μπροστά''. Κι αυτός που τ’ όραμα είχε ξεχάσει ή που ποτέ δεν το ‘χε βρει, με καμουτσίκι απλούς χτυπάει, δε σ’ αγαπάει, μα σε πονεί. Κι έμεινε ο κόσμος να τον κοιτάει, με μια απάθεια και μια οργή, ''άλλα μας έλεγες και άλλα κάνεις'' έλεγαν όλοι με μια φωνή. Μόνη η χύτρα, σβηστό το μάτι, μ’ άναψαν ξύλα, να ‘χουν φωτιά, για να πετάξουν στ’ αποκαΐδια ό,τι απόμεινε στον τόπο πια. Φτωχή πατρίδα στα μαγουλά σου ψεύτες γράφουνε τον Γολγοθά σου. Εσύ λύτρωση θα περιμένεις, μα καμουτσίκι πάντα θα παίρνεις. Κι η λιμνοθάλασσα θ’ αναστενάζει σε κάθε χρόνο που περνά, μα στην καρδιά της έχει μια λέξη που τη λένε ''ΛΕΥΤΕΡΙΑ''.

Δεν υπάρχουν σχόλια: