Η φρικτή υπόθεση ήρθε στο φως μόλις το 1901
Μία από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις κακοποίησης στην ιστορία της Γαλλίας ήρθε στο φως το 1901, σοκάροντας τη γαλλική κοινωνία.
Η Blanche Monnier, κόρη του διακεκριμένου κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, Charles-Émile Monnier, και της φιλάνθρωπου Louise Monnier, βρέθηκε φυλακισμένη σε ένα σκοτεινό, βρόμικο δωμάτιο της σοφίτας του σπιτιού της – εκεί όπου πέρασε 25 ολόκληρα χρόνια αποκομμένη από τον κόσμο.
Η Blanche γεννήθηκε το 1849 και μεγάλωσε σε περιβάλλον υψηλής κοινωνικής καταξίωσης. Η οικογένειά της συγκαταλεγόταν στις πιο επιφανείς του Παρισιού, με δεσμούς στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της εποχής.
...Ωστόσο, πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού στην οδό Rue de la Visitation, κρυβόταν ένα μυστικό που θα αποκαλυπτόταν δεκαετίες αργότερα.
Το 1876, σε ηλικία 27 ετών, η Blanche ερωτεύτηκε τον Victor Calmiel, έναν φτωχό δικηγόρο της εργατικής τάξης. Η σχέση τους θεωρήθηκε «ντροπή» από τη μητέρα της, η οποία απαιτούσε έναν πιο «κατάλληλο» γαμπρό. Η Blanche αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον αγαπημένο της και τόλμησε να αντιταχθεί στην οικογένεια – μια επιλογή που της κόστισε την ελευθερία της.
Με τη συνδρομή του αδελφού της, Marcel, η Louise Monnier την κλείδωσε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στη σοφίτα. Εκεί έμεινε καθηλωμένη, χωρίς φως, χωρίς καθαριότητα, με λιγοστό φαγητό – ουσιαστικά παρατημένη να πεθάνει αργά. Η Blanche επιβίωνε τρώγοντας αποφάγια, ξαπλωμένη σε ένα σάπιο στρώμα, μέσα στα ίδια της τα περιττώματα, με μόνη της συντροφιά τα έντομα.
Η υπόθεση ήρθε στο φως μόλις το 1901, όταν μια ανώνυμη επιστολή έφτασε στον Γενικό Εισαγγελέα του Παρισιού. Το περιεχόμενο της επιστολής ήταν σοκαριστικό:
«Κύριε Εισαγγελέα, έχω την τιμή να σας ενημερώσω για ένα εξαιρετικά σοβαρό περιστατικό. Πρόκειται για μια ανύπαντρη γυναίκα που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της κυρίας Monnier, μισοπεθαμένη από την πείνα και ζει σε ένα σάπιο στρώμα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια — με λίγα λόγια, μέσα στα ίδια της τα περιττώματα.»
Αμέσως κινητοποιήθηκε η αστυνομία και πραγματοποίησε έρευνα στην οικία της οικογένειας Monnier. Οι αστυνομικοί εντόπισαν την Blanche στο κλειδωμένο δωμάτιο της σοφίτας. Ήταν 52 ετών, με βάρος μόλις 24 κιλά, γυμνή, αποστεωμένη, με μαλλιά μακριά και μπερδεμένα. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, αποτέλεσμα ετών έλλειψης καθαριότητας και φροντίδας. Δεν είχε δει φως ημέρας από τη στιγμή που φυλακίστηκε.
Το κοινό ξέσπασε σε οργή και αποτροπιασμό. Η Louise Monnier συνελήφθη, αλλά πέθανε από καρδιακή προσβολή 15 ημέρες αργότερα, προτού οδηγηθεί σε δίκη. Ο αδελφός της Blanche, Marcel, καταδικάστηκε αρχικά σε 15 μήνες φυλάκιση, όμως τελικά αθωώθηκε, καθώς κρίθηκε ότι δεν είχε ποινική ευθύνη λόγω διανοητικής διαταραχής.
Η Blanche μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου διαγνώστηκε με νευρική ανορεξία, σχιζοφρένεια και άλλες διαταραχές, μεταξύ των οποίων επιδειξιομανία και κοπροφιλία – συμπεριφορές που αναπτύχθηκαν πιθανότατα ως αποτέλεσμα της πολυετούς κακοποίησης και απομόνωσης. Παρέμεινε στο ίδρυμα μέχρι το θάνατό της το 1913, σε ηλικία 64 ετών.
Η υπόθεση της Blanche Monnier παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο ακραίες καταγραφές οικογενειακής βίας και ψυχολογικής κακοποίησης, υπενθυμίζοντας ότι ακόμα και πίσω από τις πιο ευυπόληπτες προσόψεις μπορεί να κρύβονται αδιανόητες φρικαλεότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου