γράφει ο συνεργάτης μας Αρχιμανδρίτης κ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος ιστορικός συγγραφέας
Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου άρχισε στις 15 Απριλίου 1825. Ενώ ακόμη ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ πασάς με τον στόλο του έπλεε προς την Μεσσηνία για να αποβιβάσει στρατεύματα για να πλήξει τον επαναστατημένο Μοριά, τα τουρκικά στρατεύματα της Στερεάς υπό τον πασά της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσήτ, τον επονομαζόμενο Κιουταχή, με 30.000 άνδρες στρατοπέδευαν έξω από το Μεσολόγγι, ενώ ο τουρκικός στόλος υπό τους Χοσρέφ και Γιουσούφ πασάδες απέκλειε την λιμνοθάλασσα. Η δύναμη των υπερασπιστών του Μεσολογγίου ανερχόταν μόλις σε 4.000 ενώ στην πόλη είχαν συγκεντρωθεί και 8.000 άμαχοι.
Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν έξω από το Μεσολόγγι και έσκαψαν τάφρο για την ασφάλεια του στρατοπέδου τους. Ο Κιουταχής φρόντισε να εξασφαλίσει την θέση του από πιθανή απειλή. Με το ιππικό ήλεγχε το Βραχώρι και τη γύρω περιοχή, ενώ επίσης τοποθέτησε φρουρές στα περάσματα του Μακρυνόρους. Από τις 20 Απριλίου οι Τούρκοι άρχισαν να σκάβουν τις νύχτες χαρακώματα παράλληλα προς τα οχυρώματα της πόλης πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τις θέσεις των Μεσολογγιτών, και παράλληλα φρόντιζε με συνεχείς κανονιοβολισμούς να καταπονεί τις αμυντικές θέσεις των Ελλήνων. Αλλά και οι πολιορκημένοι φρόντιζαν να σκάβουν πίσω από το εξωτερικό περιτείχισμα εσωτερικές τάφρους και χαρακώματα, ενώ κατά διαστήματα επιχειρούσαν αιφνίδιες επιδρομές στις τουρκικές θέσεις προξενώντας στον εχθρό σύγχυση και πολλές απώλειες. Παράλληλα, ο Καραϊσκάκης.. και ο Κίτσος Τζαβέλας με 3.000 άνδρες στρατοπέδευσαν στην Δυτική Στερεά, κοντά στο αποκλεισμένο Μεσολόγγι. Η είδηση αυτή ενθάρρυνε τους πολιορκημένους. Η προσπάθεια του ελληνικού στόλου να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό από θαλάσσης (υπήρχαν 40 τούρκικα πλοία και 36 κανονιοφόροι που έπλεαν στην λιμνοθάλασσα με σκοπό να αποκόψουν την επικοινωνία του Βασιλαδίου με το Μεσολόγγι) πέτυχε και έτσι επτά υδραίϊκα πλοία αποβίβασαν στο Μεσολόγγι τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Το σχέδιο του Κιουταχή ήταν να γεμίσει σε τέσσερα σημεία τις τάφρους του ελληνικού περιτειχίσματος και να... εξαπολύσει γενική επίθεση. Οι Έλληνες από κάποιους Τούρκους αιχμαλώτους που είχαν συλλάβει στις συνήθεις νυχτερινές εξόδους επιδρομές που έκαναν, πληροφορήθηκαν τα σχέδια του Κιουταχή. Οι Τούρκοι μέσα στον Ιούλιο επανειλημμένως έπληξαν τους προμαχώνες του Μπότσαρη, Τερρίμπιλε, Μακρή και Νόρμαν, ισοπεδώνοντας τους και προκαλώντας σοβαρά ρήγματα στο περιτείχισμα της πόλης και μεγάλες απώλειες στους υπερασπιστές της. Ωστόσο, οι Έλληνες στις συνεχείς προτάσεις του Κιουταχή για παράδοση της πόλης με όρους απήντησαν αρνητικά λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ‘‘τα κλειδιά του Μεσολογγίου είναι στις μπούκες των κανονιών μας κρεμασμένα” (σε μία σύγχρονη εκδοχή και παράφραση του ”Μολών λαβέ” του Λεωνίδα και των αρχαίων Σπαρτιατών).
η πολιορκία του Μεσολογγίου |
Παρά ταύτα, οι δυσκολίες στην πόλη αυξάνονταν και τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν. Στις 23 Ιουλίου ο ελληνικός στόλος εισήλθε στην λιμνοθάλασσα, καταναυμάχησε τα τουρκικά πλοία και αποβίβασε τροφές και πολεμοφόδια στο Βασιλάδι. Στις 25 Ιουλίου τα ελληνικά πλοία επέστρεψαν και κατάφεραν να νικήσουν τα εχθρικά πλοιάρια που έπλεαν στην λιμνοθάλασσα αποκαθιστώντας την επικοινωνία του Βασιλαδίου με το Μεσολόγγι. Παράλληλα, την ίδια βραδιά οι Μεσολογγίτες σε συνεννόηση με τον Καραϊσκάκη επεχείρησαν συντονισμένη έξοδο ενώ οι Καραϊσκάκης, Κ.Τζαβέλας και Χρ. Φωτομάρας απ’ έξω με 400 άνδρες διέσπασαν τις τουρκικές γραμμές. Ωστόσο το σχέδιο να εκμηδενίσουν τις δυνάμεις του Κιουταχή απέτυχε εμπρός στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού. Η όλη επιχείρηση απέτυχε, προξένησε όμως μεγάλες απώλειες στον εχθρό, 2.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες. Οι συνεχείς
αποτυχίες των Τούρκων, οι μεγάλες απώλειες, οι παρενοχλήσεις από τον Καραϊσκάκη και η έλλειψη εφοδίων είχαν κάμψει το ηθικό των Τούρκων, όχι όμως και την θέληση του Κιουταχή. Ο αγώνας τώρα επικεντρωνόταν σε αψιμαχίες στα χαρακώματα και τους προμαχώνες και στο σκάψιμο υπόγειων αντιχαρακωμάτων (”λαγουμιών”) από τους Έλληνες που ανατίναζαν έτσι τα τουρκικά χαρακώματα. Την επιτυχή αυτή μέθοδο εφάρμοζαν ο μηχανικός Κοκκίνης και οι περίφημοι ”λαγουμιτζήδες” Παν. Σωτηρόπουλος και Κώστας Χαρμοβίτης ή ”λαγουμιτζής”.
Το ηθικό των πολιορκημένων , παρά τις δυσκολίες, ήταν υψηλό, και το πάθος τους να αγωνισθούν ακατάβλητο. Ιδού πως περιγράφει την κατάσταση ο Κασομούλης στα απομνημονεύματά του: ”η φρουρά είχε συνηθίσει να βαστά το τσαπί, το φκυάρι και το ντουφέκι εις το χέρι…να τρέχη από τον πόλεμον εις την εργασίαν, και από την εργασίαν εις τον πόλεμον…Αξιωματικοί στρατιώται αμίμητοι διά την καρτερίαν, αμίμητοι διά την αφοβίαν, διά την κακοπάθειαν και κόπους, αμίμητοι διά την ομόνοιάν των τότες…ημπορούσες να τους παρομοιάσης με τα πλέον άγρια ζώα, τα πλέον τρομερά και σκληρά την ώραν του πολέμου με τους εχθρούς, και αγγέλους αναμεταξύ των. Τον πληγωμένον τον έπαιρναν αμέσως πέντε-δέκα σύντροφοί του, τον συνόδευαν χαιρόμενοι…Πνιγμένοι αξιωματικοί και στρατιώται, εις τον καπνόν και εις τον κονιορτόν, εις τον ιδρώτα, και από την πυρίτιδα αλειμμένοι το πρόσωπον και χείρας, με βραχνιασμέναις φωναίς, μόλις εγνώριζες τον φίλον σου και τον διέκρινες εις τον πόλεμον…όλοι οι στρατιώται εφαίνοντο να γυρίζουν μέσα ατρόμητοι, ωσάν λέοντες κλεισμένοι, οι οποίοι ζητούν να ορμήσουν, να ξεσχίσουν, να απολέσουν. Όλοι ζητούσαν εξόδους, και ένας να έκαμνεν κίνημα έκτακτον, ήτον ικανός να κινήση όλους από άμιλλαν, και να γίνουν θαύματα”. Οι περισσότεροι Έλληνες έπασχαν από δυσεντερία, αλλά είχαν την προσοχή τους μόνον στην υπεράσπιση του φρουρίου αδιαφορώντας για τον εαυτό τους.
Στους επόμενους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο ο συνεχής βομβαρδισμός είχε γκρεμίσει τους περισσότερους ελληνικούς προμαχώνες αλλά η αντίσταση εξακολουθούσε. Μάλιστα, στις 7 Αυγούστου έφθασαν στο Μεσολόγγι ενισχύσεις, 1.200 άνδρες με τους Κ.Τζαβέλα, Χρ. Φωτομάρα και Γεωργάκη Βαλτινό, και μικρότερες ενισχύσεις τον μήνα Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, στο εχθρικό στρατόπεδο η έλλειψη τροφίμων και οι συνεχείς βροχοπτώσεις είχαν πλήξει το ηθικό των Τούρκων, και ουσιαστικά τους είχαν αδρανοποιήσει. Ο πολιορκητικός κλοιός είχε χαλαρώσει και έτσι στις 26
Οκτωβρίου ο Καραϊσκάκης εισήλθε στο Μεσολόγγι, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Καραϊσκάκης σε συνεννόηση με τον Δημ. Μακρή αποφάσισαν να κάνουν συντονισμένες επιθέσεις και να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές. Θα υπήρχε η δυνατότητα οι Έλληνες να διασκορπίσουν τον στρατό του Κιουταχή εάν οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς με τον Κ.Μπότσαρη συντόνιζαν την δράση τους με τον Καραϊσκάκη. Όμως κάποιες διχογνωμίες και έλλειχη συντονισμού οδήγησαν τους Έλληνες σε αδράνεια και αναμονή. Αλλά και ο Κιουταχής τηρούσε στάση αναμονής περιμένοντας να φθάσουν ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι από την Πελοπόννησο.
Οι πολιορκημένοι εκμεταλλεύθηκαν το διάστημα αυτό για να επισκευάσουν τα οχυρώματα, να ξανανοίξουν τις τάφρους και να φτιάξουν τους προμαχώνες. Ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ εμψύχωνε και παρακινούσε τον λαό και τους στρατιώτες στα οχυρωματικά έργα. Όλοι βοηθούσαν στις εργασίες. Τότε οχυρώθηκαν τα νησάκια Κλείσοβα και Ανεμόμυλος. Από τις 12 Δεκεμβρίου η πολιορκία έμπαινε σε νέα φάση με την άφιξη του αιγυπτιακού στρατού και στόλου. Η πολιορκία έβαινε στον έννατο μήνα και οι πολιορκημένοι ήσαν καταπονημένοι από τις μάχες και την έλλειψη τροφίμων. Παρά ταύτα η μαχητικότητά και η αποφασιστικότητα να πολεμήσουν και είτε να νικήσουν είτε να θυσιασθούν μαχόμενοι έδειχνε το πνεύμα ηρωισμού και αυτοθυσίας που διέκρινε τους υπερασπιστές της πόλης, αυτούς τους ελεύθερους πολιορκημένους που παρά τον εχθρικό κλοιό παρέμενα ελεύθεροι και αδούλωτοι στο φρόνημα. Οι πολεμιστές είχαν γίνει σκιά του εαυτού τους, και η πόλη είχε γίνει ερείπια από τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Τρόφιμα δεν υπήρχαν, σπίτια ελάχιστα παρέμειναν όρθια και από τα χαλάσματα έπαιρναν υλικό για να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.
Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έφθασε στο Μεσολόγγι στις 26 Δεκεμβρίου και με υπεροπτικό και αλαζονικό ύφος περιγέλασε τον Κιουταχή γιατί για εννέα μήνες δεν είχε κατορθώσει να καταλάβει αυτόν τον ”φράχτη” (υποννοώντας την ελλειπή οχύρωση του Μεσολογγίου) ενώ ο ίδιος με τους 10.000 Αιγυπτίους του θα το κατόρθωσε μέσα σε 15 ημέρες. Ο Κιουταχής άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Ιμπραήμ. Ενώ οι Αιγύπτιοι είχαν επιδοθεί σε συνεχή βομβαρδισμό, στις αρχές Ιανουαρίου 1826 ο Αθαν. Κουτσονίκας με 600 άνδρες ενίσχυσαν την φρουρά του Μεσολογγίου ενώ και 25 ελληνικά πλοία υπό τον ναύαρχο Μιαούλη έσπασαν τον ναυτικό κλοιό και αποβίβασαν τρόφιμα και εφόδια στο Βασιλάδι και το Μεσολόγγι. Ωστόσο, καθώς ο Μιαούλης αντιμετώπιζε ελλείψεις σε τρόφιμα και χρήματα αναγκάσθηκε στο τέλος Ιανουαρίου να αναχωρήσει.
Στο Ναύπλιο, έδρα της ελληνικής κυβερνήσεως, ο πληρεξούσιος του Μεσολογγίου Σπυρ.Τρικούπης και απεσταλμένοι από τους αγωνιστές της πόλης παρουσίασαν την τραγική κατάσταση και την επείγουσα ανάγκη να ενισχυθεί η πόλη με χρήματα και τρόφιμα. Διετάχθη η διενέργεια εκτάκτου εράνου για την συγκέντρωση χρημάτων ώστε να μπορέσει ο ελληνικός στόλος να εξοπλισθεί και να πλεύσει στο Μεσολόγγι με τα απαραίτητα εφόδια. Σημειώθηκαν όμως δυσκολίες και καθυστερήσεις στην συγκέντρωση των χρημάτων , και όταν είχε μαζευτεί το απαιτούμενο ποσό, τα ελληνικά πλοία ήσαν έτοιμα μόλις στα μέσα Μαρτίου να αποπλεύσουν. Ήταν όμως αργά, καθώς ο ναυτικός αποκλεισμός του Μεσολογγίου είχε γίνει ασφυκτικός και η πόλη ζούσε τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας. Παράλληλα με την ελληνική κυβέρνηση κινητοποιήθηκαν για την συγκέντρωση χρημάτων και οι Έλληνες του εξωτερικού και οι φιλελληνικοί κύκλοι της Ευρώπης. Υπό τις συνεχείς εκκλήσεις του μητροπολίτου Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας , του Καποδίστρια και του Ελβετού φιλέλληνος Εϋνάρδου συγκεντρώθηκε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που δεν πρόφθασε να φθάσει στο Μεσολόγγι, γιατί η πόλη είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους.
Οι Αιγύπτιοι με τα κανόνια τους και υπό την καθοδήγηση Γάλλων αξιωματικών του πυροβολικού είχαν προκαλέσει με συνεχείς βομβαρδισμούς ρήγματα στους προμαχώνες της πολύς και πολλά θύματα ιδίως μεταξύ των αμάχων. Όλος ο Φεβρουάριος κύλησε με σκληρές μάχες σώμα με σώμα, ενώ ο Ιμπραήμ συνέχισε να ανοίγει χαρακώματα και προμαχώνες σφίγγοντας περισσότερο τον κλοίο της πολιορκίας. Στις 25 Φεβρουαρίου οι Αιγύπτιοι κατέλαβαν το Βασιλάδι και τρεις μέρες αργότερα τα άλλα δύο νησάκια, τον Ντολμά και τον Πόρο, που αποτελούσαν το προπύργιο της άμυνας του Μεσολογγίου από την πλευρά της λιμνοθάλασσας. Τα νησάκια κυριεύθηκαν παρά την ηρωική αντίσταση της φρουράς τους (350 άνδρες) που σχεδόν όλοι σκοτώθηκαν, μαζί με τον αρχηγό τους, στρατηγό Γ. Λιακατά. Αμέσως έπεσε και το Αιτωλικό στα χέρια των εχθρών αφαιρώντας από τους πολιορκημένους το προγεφύρωμα της χερσαίας τους άμυνας. Τώρα, η μόνη ελπίδα για την πόλη θα ήταν η άφιξη του ελληνικού στόλου η οποία καθυστερούσε για τους λόγους που προαναφέραμε (έλλειψη χρημάτων, δυσκολία εξοπλισμού των πλοίων).
Οι εχθροί επανήλθαν με προτάσεις παράδοσης υπό όρους του Μεσολογγίου, τις οποίες οι πολιορκημένοι απέρριψαν. Στις 25 Μαρτίου ο Κιουταχής επεχείρησε να καταλάβει το νησάκι της Κλείσοβας, που το υπεράσπιζαν μόνον 130 άνδρες υπό τον Παν. Σωτηρόπουλο. Μικρός στολίσκος από εχθρικά πλοία απέκλεισαν την Κλείσοβα, και απεβίβασαν στρατό. Τις συνεχείς επιθέσεις που διηύθυνε ο ίδιος ο Κιουταχής απέκρουσαν με επιτυχία οι λιγοστοί Έλληνες. Στην μάχη μπήκε και ο
Κίτσος Τζαβέλας |
Παρά την ηρωική τους αντίσταση, τα περιθώρια και οι αντοχές των πολιορκημένων είχαν λιγοστεύσει. Την 1η Απριλίου 1826 ενημερώθηκαν ότι ο ελληνικός στόλος με τις ενισχύσεις θα έφθανε μετά από12 ημέρες. Ωστόσο τα λίγα πλοία του Μιαούλη απέτυχαν παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να διασπάσουν τον τουρκοαιγυπτιακό ναυτικό αποκλεισμό και να ανεφοδιάσουν τους Μεσολογγίτες. Δεν υπήρχαν πλέον άλλα χρονικά περιθώρια. Ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου η κατάσταση μέσα στην πόλη ήταν τραγική. Πολλοί από την έλλειψη τροφίμων άρχισαν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κατόπιν σκύλους, γάτες και ποντικούς για να τραφούν. Και όταν τελείωσαν και αυτά άρχισαν να τρώνε αρμυρίκια, πικρά χόρτα που φύτρωναν στην λιμνοθάλασσα. Επόμενο ήταν ο υποσιτισμός και οι ασθένειες να προκαλούν πολλούς θανάτους και να αποδυναμώνουν τους μαχητές. Την τραγική κατάσταση της πόλης φανερώνουν ανάγλυφα οι ακόλουθες γραπτές μαρτυρίες.
Γράφει ο διευθυντής των ”Ελληνικών Χρονικών”, τα τυπογραφεία των οποίων είχαν καταστραφεί στον βομβαρδισμό της 21ης Φεβρουαρίου, Ι. Μάγερ σε επιστολή του λίγο πριν την έξοδο: ”Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε να τρεφόμεθα από τα πλέον ακάθαρτα ζώα. Υποφέρομεν φρικτά από πείναν και δίψαν. Προσεβλήθημεν από διαφόρους ασθενείας. 1.740 από τους αδελφούς μας έχουν ήδη αποθάνει. Περισσότεραι από 100.000 βόμβαι ριφθείσαι από τον εχθρόν, κατέστρεαψν τους προμαχώνας και τα οικήματά μας. Το ψύχος μας βασανίζει λόγω της παντελούς ελλείψεως ξύλων. Με όλας τας στερήσεις ταύτας είναι αξιοθαύμαστον θέαμα να βλέπη κανείς το θάρρος και το υψηλόν φρόνημα της φρουράς μας. Εις ολίγας ημέρας όλοι αυτοί οι γενναίοι θα είναι σκιαί μόνον αγγέλων, μάρτυρες ενώπιον του θρόνου του Θεού, της αδιαφορίας του χριστιανικού κόσμου δι’ υπόθεσι, ήτις ήτο ιδική του. Εξ ονόματος όλων των ανδρείων μας σας αναγγέλλω την ενώπιον του Θεού μεθ’ όρκου ληφθείσαν απόφασίν μας να υπερασπίσωμεν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το έδαφος του Μεσολογγίου και να συνταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, παρά να ακούσωμεν πρότασίν τινα περί παραδόσεως. Ζώμεν τας τελευταίας μας στιγμάς. Η ιστορία θέλει μας διακιώσει και οι μεταγενέστεροι θα θρηνήσουν την συμφοράν μας. Εμέ καθιστά υπερήφανον η σκέψις ότι το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλλει να συμμιχθή με το αίμα των ηρώων της Ελλάδος”.
Ο Ν. Κασομούλης, παρών στις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου, γράφει στα ”Ενθυμήματα Στρατιωτικά”: ”Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή και τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφή της, και μυστικά, μαζύ με δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι που το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν, ερώτησα που ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο. Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των, και που να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα…
Ο συνεργάτης του Γ. Μεσθενέα τυπογράφου καθήμενος εις την οικίαν μας έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν, και έβελεν τον ψυχογυιόν του Στουρνάρη και εσκότωσεν άλλη μίαν. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους να πράξουν, και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν…Αρχίσαμεν, περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και
Δημήτριος Μακρής το ετρώγαμε με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμε κατά δυστυχίαν. Από την έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις”.
Οι πολιορκημένοι απελπισμένοι από την κατάσταση, συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχηγοί της φρουράς στις 6 Απριλίου 1826 σε σύσκεψη υπό την προεδρία του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, και ομοφώνως απεφάσισαν να επιχειρήσουν την ηρωική έξοδο την νύκτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαϊων. Έστειλαν αγγελιοφόρους στον Καραϊσκάκη να τον ειδοποιήσουν να βρίσκεται την νύκτα του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαϊων στην μονή του Αγίου Συμεώνος για να τους ενισχύσει κατά την έξοδο με τον στρατό του. Αποφασίσθηκε μυστικά και συντονισμένα να οργανωθεί η έξοδος των πολιορκημένων σε τρία σώματα, τα δύο πρώτα με τους μαχητές υπό τον Δημ. Μακρή ,Κίτσο Τζαβέλα και τον Νότη Μπότσαρη, και το τρίτο με τους Μεσολογγίτες, τα γυναικόπαιδα και τους αμάχους, συνοδευόμενο από 200 στρατιώτες υπό τον Ραζηκότσικα και τον Μήτρο Δεληγιώργη. Σημείο συναντήσεως ορίσθηκε η μονή του Αγίου Συμεώνος. Όσο για τους 600 τραυματίες και ασθενείς στρατιώτες και όσους από τους αμάχους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν,αποφασίσθηκε να μείνουν πίσω, οχυρωμένοι στα σπίτια και την πυριτιδαποθήκη, και να πεθάνουν πολεμώντας. Ο Χρήστος Καψάλης, πρόκριτος της πόλης, δήλωσε ότι θα έμενε και αυτός πίσω και την τελευταία στιγμή θα ανατίναζε την οικία του και την πυριτιδαποθήκη ώστε να μην πέσει κανείς στα χέρια των Τούρκων.
Η ηρωική όσο και απέλπιδα απόφαση της εξόδου καταγράφηκε και επισήμως σε πρακτικό που υπαγόρευσε ο Ιωσήφ Ρωγών στον γραμματέα Ν. Κασομούλη, η αρχή του οποίου είχε ως εξής: ”Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος. Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας, εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδα εστερημένους από όλα τα κατεπέιγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι επληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις στενήν πολιορκίανταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν, ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: η έξοδός μας να γίνει βράδυ εις τας δύι ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαϊων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια.” (και ακολουθούν οι οδηγίες για τον σχεδιασμό της εξόδου κατά τμήματα).
Την τελευταία εκείνην νύκτα ο επίσκοπος Ιωσήφ βοηθούμενος από τους ιερείς του κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων όλους τους κατοίκους της πόλης, και τους 10.500. Όσοι τραυματίες, ασθενείς και γυναικόπαιδα έμειναν πίσω αποχωριζόμενοι με σπαραγμό ψυχής τους δικούς τους που θα επιχειρούσαν την έξοδο. Τα τρία σώματα της εξόδου ήσαν έτοιμα σύμφωνα με τον σχεδιασμό. Πολλές γυναίκες αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους άνδρες τους στην έξοδο. Όταν σκοτείνιασε άρχισαν όλοι να συγκεντρώνονται στα προκαθορισμένα σημεία. Στις 6.30 ακούσθησαν οι πυροβολισμοί των επικουρικών ελληνικών δυνάμεων που ήσαν στον Ζυγό, όπως είχε συμφωνηθεί. Ταυτοχρόνως όμως άρχισε και το πυροβολικό του Ιμπραήμ να βάλει. Αυτό δημιούργησε την εντύπωση στους Μεσολογγίτες ότι προδόθηκε το σχέδιό τους από τους ελληνικούς πυροβολισμούς. Όμως το σχέδιο της εξόδου είχε γίνει γνωστό στον Ιμπραήμ από κάποιον εξωμότη πιθανώς, δεν είναι εξακριβωμένο πως προδόθηκε το σχέδιο της εξόδου. Έτσι όταν άρχισε η έξοδος του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ ήταν ενήμερος, είχε τοποθετήσει τον στρατό του στις κατάλληλες θέσεις και τους περίμενε.
Οι πολιορκημένοι συνέχισαν όπως προέβλεπε το σχέδιο. Μέσα στο σκοτάδι ξεκίνησαν να περνούν τις γέφυρες της τάφρου. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τους υποδέχθηκαν με καταιγισμό πυρών και βομβίδων, και τους καθήλωσαν στην τάφρο επί μίαν ώρα. Αφού οι Μεσολογγίτες ματαίως περίμεναν την κίνηση αντιπερισπασμού από τους έξω Έλληνες του Ζυγού, απεφάσισαν όπως όπως μπορούσαν να συνεχίσουν την έξοδό τους. Όσοι ήσαν πιο δυνατοί κατόρθωσαν να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Οι πιο αδύναμοι έμειναν πίσω. Τότε στο τρίτο σώμα με τα γυναικόπαιδαδημιουργήθηκε σύγχυση και πανικός καθώς ακούσθηκε η φωνή ”Οπίσω! Οπίσω!” , και άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη αποκομμένοι από τα δύο άλλα τμήματα των Ελλήνων που είχαν προχωρήσει. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ασυγκράτητοι άρχισαν να εισέρχονται στην τάφρο και να μπαίνουν στην πόλη. Τότε οι Έλληνες ανατίναξαν τις υπόγειες στοές που είχαν σκάψει και υπονομεύσει με εκρηκτικά, και μία τεράστια φλόγα φώτισε τον ουρανό.
Τα δύο πρώτα τμήματα συνέχισαν την πορεία προς τον Ζυγό προσπαθώντας να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα από τις εχθρικές δυνάμεις που σε κάθε στάδιο της διαδρομής τους είχαν στήσει ενέδρα. Μέσα από σκληρές μάχες πέρασαν από το Ευηνοχώρι με μεγάλες απώλειες και έφθασαν στους πρόποδες του Ζυγού καθ’ οδόν προς την μονή του Αγίου Συμεώνος για να συναντήσουν 3.000 Αλβανούς που τους περίμεναν. Παρά τον αιφνιδιασμό και την σύγχυση των Ελλήνων αλλά και την διάσπασή τους σε μικρές ομάδες, οι Έλληνες συνέχισαν να πολεμούν τον εχθρό, έχοντας όμως βαριές απώλειες. Ένα μικρό σώμα από τις ελληνικές δυνάμεις του Ζυγού, περίπου 100 Σουλιώτες, ήρθαν σε ενίσχυση των Μεσολογγιτών, και κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τους Αλβανούς.
Καθώς είχε αρχίσει να ξημερώνει η Κυριακή των Βαϊων, η μάχη στον Ζυγό είχε σταματήσει. Όσοι από τους Έλληνες κατόρθωσαν να φθάσουν στην κορυφή του Ζυγού απ’ όπου έβλεπαν κάτω το Μεσολόγγι να φλέγεται και να ακούγονται πυροβολισμοί, κανονιοβολισμοί και συνεχείς εκρήξεις. Ήσαν οι Έλληνες του τρίτου τμήματος της εξόδου που είχαν οπισθοχωρήσει στην πόλη καθώς και όσοι τραυματίες, άρρωστοι και αδύναμοι είχαν μείνει πίσω και εγκλωβίσθηκαν στο Μεσολόγγι. Αυτοί συνέχιζαν την μάχη από σπίτι σε σπίτι όπου είχαν οχυρωθεί, και όταν πλησίαζαν οι εχθροί
ανατίναζαν τα σπίτια τους μαζί με τους εαυτούς τους και πολλούς εχθρούς. Συνεχείς εκρήξεις ακούγονταν από παντού και ολόκληρη η πόλη καιγόταν. Τα τελευταία σημεία αντιστάσεως ήταν η οικία του Χρ. Καψάλη όπου είχαν καταφύγει οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Καθώς πλησίαζαν οι εχθροί ο Χρ. Καψάλης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκε μαζί με τα γυναικόπαιδα και τους εχθρούς. Το ίδιο έπραξε και ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ που είχε καταφύγει στον Ανεμόμυλο μαζί με γυναικόπαιδα. Όταν είδε τους εχθρούς να πλησιάζουν ανατίναξε και αυτός τον Ανεμόμυλο.
Την επομένη ημέρα, στις 12 Απριλίου 1826 η πόλη του Μεσολογγίου ήταν παντελώς κατεστραμμένη. Μόνη η οικία Τρικούπη είχε σωθεί και ο Ιμπραήμ την χρησιμοποίησε ως κατάλυμα του. Αλλά και οι απώλειες σε ζωές ήσαν τεράστιες. Μεγάλος αριθμός γυναικοπαίδων που αιχμαλωτίσθηκαν εστάλησαν στην Αίγυπτο. Από τους 3.000 στρατιώτες που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο οι 1.300 σώθηκαν και έφθασαν στον Πλάτανο, στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη. Οι 1.700 σκοτώθηκαν κατά την έξοδο. Ανάμεσα στους νεκρούς ήσαν ο Αθαν. Ραζηκότσικας,, ο Νικ. Στουρνάρας, αρχηγός της φρουράς της πόλης, ο Παλαμάς, ο Κοκκίνης, ο Ελβετός Μάγερ με την οικογένειά του, και πολλοί Γερμανοί και άλλοι φιλέλληνες. Από τις γυναίκες μόλις 13 Σουλιώτισσες γλύτωσαν. Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων ανήλθαν σε 5.000.
Από γαλλικές πηγές του προξένου της Γαλλίας στα Χανιά που είχε υπ’ όψιν αναφορές Αιγυπτίων και Γάλλων αξιωματικών ιδού πώς περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου :” Το πιο μεγάλο μέρος των Ελλήνων (κατά την έξοδο) κυκλώθηκε και κατακόπηκε εκτός από 400-500 άνδρες που μπόρεσαν να κάνουν ένα άνοιγμα και να διαφύγουν. Μερικές εκατοντάδες μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πόλη και ξαναμπήκαν ανακατωμένοι με τους Τούρκους που τους κυνηγούσαν. Ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων , γέροι, γυναίκες, παιδιά, πληγωμένοι είχαν μείνει εκεί. Τότε έγινε μία τρομακτική σφαγή. Κάθε σπίτι έγινε και ένα κάστρο που υπήρξε μάρτυρας των πιο τολμηρών πράξεων, κάθε στιγμή ακούγονταν εκρήξεις από την φωτιά που έβαζαν οι κυνηγημένοι κάτοικοι στις πυριτιδαποθήκες στα διάφορα σημεία της πόλεως. Αυτές οι τρομακτικές σκηνές βάσταξαν σχεδόν όλη την νύκτα. Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων σκοτώθηκε από Τούρκους. Ήταν πραγματικά δύσκολο να αναγνωρισθούν. Την αυγή, στις 11 Απριλίου, έπαψαν οι σφαγές και έτσι υψώθηκε η τουρκική σημαία πάνω στα ερείπια του Μεσολογγίου.
Οι κάτοικοι του Μεσολογγίου πολέμησαν με το πιο μεγάλο θάρρος. Είναι πιθανόν η πόλη να μην έπεφτε, αν είχε τρόφιμα. Πάρα πολλές γυναίκες, ντυμένες με ανδρικά ρούχα και οπλισμένες, βρέθηκαν ανάμεσα στους νεκρούς. 5.000 Έλληνες χάθηκαν και 6.000 γυναίκες και παιδιά οδηγήθηκαν στην σκλαβιά στην Κων/πολη και στην Αλεξάνδρεια. Ως προς τις απώλειες των Τούρκων, είναι δύσκολο να τις μάθουμε. Ομολογούν ότι ήταν σημαντικές”.
Η δωδεκάμηνη πολιορκία του Μεσολογγίου, η ηρωική αντίσταση και η έξοδος όπως και η αυτοθυσία των Ελλήνων υπερασπιστών του, προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό και συγκίνηση όχι μόνον τους Έλληνες αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Η θυσία του Μεσολογγίου, ο ηρωισμός των υπερασπιστών του και η αυτοθυσία των αμάχων ξεσήκωσε μεγάλο κύμα φιλελληνισμού στην Ευρώπη και συνέβαλε στην ευνοϊκή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στο Παρίσι μόλις έγινε γνωστή η είδηση για την πτώση του Μεσολογγίου οι φοιτητές οργάνωσαν διαδήλωση και κατευθύνθηκαν στα ανάκτορα ζητώντας από τον Γάλλο βασιλέα να λάβει ανοικτά θέση υπέρ των Ελλήνων. Ο Σατωβριάνδος στην γαλλική Βουλή και ο Πάλμερστον στο αγγλικό κοινοβούλιο μίλησαν με θαυμασμό για τον ηρωισμό των Μεσολογγιτών, ενώ στην Γερμανία οι ιστορικοί Νείμπουρ και Θείρσιος σε ομιλίες τους ξεσήκωσαν τα φιλελληνικά αισθήματα του
γερμανικού λαού.. Έρανοι για την συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση του ελληνικού αγώνος και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων γυναικοπαίδων του Μεσολογγίου οργανώθησαν σε όλη την Ευρώπη. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας συνεισέφερε πολλά όπως και ο Ελβετός Εϋνάρδος, φίλος του Καποδίστρια. Ποιητές, γλύπτες, ζωγράφοι, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Γκαίτε, ο Ντελακρουά, ο Ευγένιος ντε Λανσάκ, με τα έργα τους εξύμνησαν την δόξα του Μεσολογγίου. Όσοι από τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου διεσώθησαν ήσαν αγανακτισμένοι με την αδράνεια που επέδειξαν οι άλλες επικουρικές ελληνικές δυνάμεις που δεν τους είχαν βοηθήσει αποτελεσματικά και όσο έπρεπε. Οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στα Σάλωνα (Άμφισα) όπου αναπαύθηκαν. Πολλοί πήγαν στο Ναύπλιο, στην έδρα της ελληνικής κυβερνήσεως, και έγιναν δεκτοί με τιμές ηρώων, με κανονιοβολισμούς και επευφημίες. Η κυβέρνηση φρόντισε για την ανακούφιση και ξεκούραση των καταπονημένων ανδρών της φρουράς μοιράζοντας τους τρόφιμα, φάρμακα, είδη ρουχισμού.
Το Μεσολόγγι έμεινε υπό τουρκική κατοχή μέχρι τις 2 Μαΐου 1829, όταν ο Αυγουστίνος Καποδίστριας με 4.000 άνδρες και στόλο υπό τον Μιαούλη κατευθύνθηκαν στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Η τουρκική φρουρά συμφώνησε να παραδοθεί. Η χαρμόσυνη είδηση ότι στο Μεσολόγγι, σύμβολο του ηρωισμού και του αγώνος των Ελλήνων, κυμάτιζε και πάλι ελεύθερα η ελληνική σημαία έγινε πρόξενος συγκινητικών εκδηλώσεων. Στην Αίγινα, στις 8 Μαΐου έγινε μεγάλη γιορτή, στην οποία ο Σπυρ. Τρικούπης μίλησε στην εκκλησία με λόγους θερμούς. Η πόλη φωταγωγήθηκε και ο Τρικούπης έδωσε μεγάλη δεξίωση για την απελευθέρωση της πατρίδος του. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας σε διάγγελμά του που άρχιζε με την φράση ”Ηυδόκησεν ο Κύριος και επί των τειχών του Μεσολογγίου κυματίζει πλέον η σημαία του Σταυρού”, όρισε να τιμηθούν οι ήρωες του Μεσολογγίου, να αναπεμφθεί ειδική δέηση για την ανάπαυση των πεσόντων στις μάχες του Μεσολογγίου, και να συνταχθεί κατάλογος με τα ονόματα των πεσόντων, να συγκεντρωθούν τα οστά τους και και να τοποθετηθούν σε ειδικό μνημείο. Αλλά και στην Ευρώπη η είδηση για την απελευθέρωση του Μεσολογγίου προκάλεσε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, τιμητικές εκδηλώσεις και εορτές. Ιδιαιτέρως ο φιλέλληνας βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος (πατέρας του Όθωνος, του μετέπειτα πρώτου βασιλέως της Ελλάδος) τίμησε το χαρμόσυνο γεγονός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στο Μεσολόγγι το πνεύμα της ηρωικής αντιστάσεως και η μνήμη των αγωνιστών και της Εξόδου παραμένουν διαρκώς ζωντανά. Περπατώντας κανείς στους δρόμους της πόλης όπως αυτή ανοικοδομήθηκε μετά την απελευθέρωση αισθάνεται κανείς ότι βαδίζει στους δρόμους της ιστορίας, ανάμεσα στις μορφές των ηρώων. Οι ονομασίες των δρόμων μας τους φέρνουν στην μνήμη: πλατεία Μάρκου Μπότσαρη, ”Ελληνικών Χρονικών”, Μήτρου Δεληγιώργη, οδοί που φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα αγωνιστών του 1821. Σε έναν ειδικό χώρο, το Ηρώον, υπάρχουν οι τάφοι και τα μνημεία των πεσόντων ηρώων με τις προτομές τους. Εκεί βρίσκεται οι τάφοι του Μάρκου Μπότσαρη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο ανδριάντας του Λόρδου Βύρωνος, οι προτομές επάνω στους τάφους των οπλαρχηγών Γεωργίου Κίτσου, Μήτρου Δεληγεώργη, Σπυρ. Κοντογιάννη, Αθαν. Ραζηκότσικα, Δημ. Μακρή, Δήμου Τσέλιου, Αλεξ. Βλαχόπουλου, Κων/νου Βλαχόπουλου, Νικ. Στουρνάρα, Θεοδ. Γρίβα, Δημ. Σιδέρη, του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ, του προκρίτου Χρ. Καψάλη, των διοικητών της πόλεως κατά την πολιορκία Ιω. Παπαδιαμαντοπούλου, Δημ. Θέμελη, του Ιάκωβου Μάγερ με τεμάχιο εκ των πιεστηρίων του τυπογραφείου του, τα μαρμάρινα μνημεία των Αμερικανών, Γερμανών, Πολωνών, Σουηδών Φιλελλήνων κ.ά. Στο μέοο του Ηρώου δεσπόζει ο Τύμβος των πεσόντων κατά την έξοδο αγωνιστών, όπου ετάφησαν τα οστά τους. Κάθε χρόνο το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαϊων γίνονται εθνικές εορτές σε ανάμνηση της εξόδου με αναπαράσταση της εξόδου και της ανατινάξεως της οικίας του Χρήστου Καψάλη. Η μνήμη των ηρώων και η πνευματική παρακαταθήκη στους νεωτέρους διατηρείται ζωντανή στο Μεσολόγγι και ανάμεσα στους κατοίκους της που με υπερηφάνεια τιμούν τους ηρωικούς τους προγόνους και τους μεγάλους άνδρες της πολιτικής και των γραμμάτων που ανέδειξε η Ιερά Πόλις του Μεσολογγίου.
http://www.istorikathemata.com/2013/04/11-1826.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου