Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Εισερχόμενη Ποίηση από τη Πρωτεύουσα ... Ρήτορας




Ωρέ τύχη φθονερά! Ω συμφορά αθλία τι είδαν εμέ τα μάτια μου, ορκίζομαι στο Δία. Ω πως η φήμη αληθείς βγήκε την ημέρα τι δάκρυα τι κοπετός εκείνη την εσπέρα. Βρεγμένος εις τα δάκρυα στενάζων κατεκλίθην και θείον ήρθε όνειρο αφού αποκοιμήθην. Βρέθηκα μες σε θέατρο που ήταν στολισμένον όπου ήταν άπειρος λαός και πλήθος αθροισμένων.

 Εφαίνοντο στα πρόσωπα η ανυπομονησία καρτερικά υπέμεναν με άκραν ευταξία. Κι ακούγονται όλοι αυτοί που πριν λίγο βοούσιν να λένε ‘’ήρθε ο άρχοντας’’ και τούτοι προσκυνούσιν. Εφάνη η παράταξης, λαμπρά φωτοχυσία Θεοί, Θεαί, Ημίθεοι, πομπή η ουρανία. Επροηγείτο ο ρήτορας, ολίγων κορδωμένος λες και χρυσό στην κεφαλή, λες και στεφανωμένος. Εν άρμα θριαμβευτικόν κοντά ακολουθούσε λαμπρότατον και γελαστόν που ακτινοβολούσε. 

Η Περσεφόνη βάδιζε στο άρμα δεξιόθεν και η Βιβή στα ιλαρά ήτον αριστερόθεν. Κι αυτών των δυο μεταξύ ήταν καθιζομένη του ρήτορα λευκώλενος Βάνα κεκοσμημένη. Και τούτος παίρνει όφωνο και τα ‘χει και χαμένα και βγάνει λόγο στο λαό, λες κι ήρθε από τα ξένα. ‘’ Ω, τύχη, λέγει, φθονερά, ω τύχη τυφλωμένη Ω τύχη ακατάστατη, ω τύχη σαλεμένη’’. Και μένουνε οι οπαδοί σαν άγαλμα στη Ρώμη τι μύγα μωρέ τσίμπησε τούτο το τρομπόνι; ‘’ Εγώ μας λέγει φίλτατοι, σας έδειξα σοφία όχι απλώς εις καύχηση, όχι αλαζονεία. Αλλά εις αυτό το θέατρο για να σε ... κατακτήσω εις πάσαν τύχη έτοιμο, κι είτα να σε τιμήσω. Εσύ λοιπόν φίλε μου αρκεί να ενθυμήσαι πως είσαι φίλος Λιβανού, πως οπαδός μου είσαι.

 Τα πάντα είναι των εκτός, τα πλούτη, η υγεία τα τρόπαια, ο θάνατος, η δόξα, η αδοξία. Για ταύτα ο Ηράκλειτος παντοτινά θρηνούσε και πάλι ο Δημόκριτος παντοτινά γελούσε. Γι αυτό κι εγώ ατάραχος τα έξω καταφρόνει, όλες οι λύσεις θα δοθούν στη Μελαχρή τη Φώνη. Ακόμη έχω έναυλον, ακούω τη φωνή της πείθομε εις τους λόγους της και στη συμβουλή της.
 Όλα με νόμους θα περνούν μέσα στην ανομία έχουμε κι αστυνομικό για την παρανομία. Φιλότης! Πείσου και εσύ που είσαι οπαδός του τον Καραπάνο έχρισα να φτιάξει τ’ όνειρό σου. Και μη μου τον μπερδέψετε με ένα πριν ρεμάλι που έλεγε πως καραβιές θα μπούνε στο λιμάνι.’’ Τα πλήθη όπου ήκουον έλεγαν προς αλλήλους ιδού πως ανταμείβουσιν οι μάκαρες τους φίλους.
 Κι ο ρήτορας στο λόγο του ποτάμια αφρισμένα που έμαθε ελληνικά που τα ‘χε πριν χεσμένα; Νομίζω ότι έκανε εντατικά τα βράδια την μέρα μωρέ φαίνεται, καλύπτουν τα σκοτάδια.
 Και συνεχίζει ο λαλείς χωρίς να κομπιάζει ροδάνι πάει η γλώσσα του και δεν αναστενάζει. ‘’Φίλοι μου ζείτε ευδαίμονες, ζείτε και εν υγεία τούτος ο τόπος θα λαμπρεί μα την Παναγία και μη βιάσουνε πολλοί τον λόγο ν’ αρνηθούνε έχω καράβια στρατηγών που θα τους πολεμούνε.

 Έχω και μια κοπανατζού, μια ώριμη πουλάδα είναι εδώ στον τόπο μας και λέγεται φυλλάδα. Από το δόρυ της Αιχμής κανένας δεν ξεφεύγει μα πλείστων εκ των άρθρων της η ίδια δεν πιστεύει. Ας καταλάβει ο καθ’ εις πως θα τα κάνω ούλα κι ας τους να με φωνάζουνε Ρήτορα και μπούλα’’. Όλο αφρούς το στόμα του, έτριζε τας οδόντας και φλόγας διαχέουσα, τρόμαζε τους παρόντας.

 Μα ξάφνου χάνει τον ρυθμό, λέξει καμιά δεν βγάζει μήπως από σκονάκιον έλεγε όσα τάζει; Και εγεινόταν μια στραβή απάνω από την άλλη και τούτος μόνο έτριβε, άβουλος το κεφάλι.
Λέξη καμμιά δεν έβγαλε, καμία δεν υπόθει εστέγνωσε ο λάρυγγας και κάτω εξαπλώθει. Βάζει τα κλάματα λοιπόν κι αρχίζει να φωνάζει όλοι οι Θεοί και οι Θεές τον ε κάναν χάζι. 

Ω πως ευθύς το θέατρο εκείνο εταράχθη και εις κοιλάδα οδυρμού ευθέως μεταλλάχθει. 
 Η Βάνα κλαίουσα τα δάκρυα απομάττει τα χείλη η Φώνη έδακνεν όλο θυμό γεμάτη.
 Ο Καραπάνος γρήγορα για λόγους της ουσίας κάλεσε απ’ το τηλέφωνο, άνδρες της ασφαλείας.
 Τα πάντα είναι όνειρον, κι ήτον ν’ ακολουθήσει πλην παρευθύς ε ξύπνησα, πριν αποτερματίση. Εκστατικός αναπολώ που ήμουν, ότι είδα το Δήμαρχο τ’ Μεσολογγιού, τα σκήπτρα, την αιγίδα.

 Η πρώτη η συγκέντρωση είχε επιτυχία την αύριο ε κάθισαν όλοι στα θρανία. Κι αρχίσανε το μάθημα εις το λαό να κάνουν να δείξουν ότι το μπορούν και ότι θα προκάμουν. Και δώσανε χιλιάρικα τον αριθμό τον είκοσι μετ’ ευλαβείας πάντοτε, όλοι εμείς προσήκουσι. Και πήρε τα χιλιάρικα γήπεδα να ποτίζει μέσα στο καταχείμωνο που η βροχή θερίζει. 
Αλλά νομίζω δανεικά ήταν τα πρώτα ευρώ κι έπρεπε να ξεχρεωθούν τον πρώτο τον καιρό. Το δόλιο το Αιτωλικό μα και το Νεοχώρι Μάστρο μα και Πεντάλοφο αλλά κι Ευηνοχώρι, φωνάζουν, σκούζουν ως μπορούν μήπως και γίνει κάτι μα όλοι τους δουλεύουνε, τους κλείνουν και το μάτι.

Τι τούτο; Η επιστολή της Προέδρου του Τρικούπη που εις σαλόνια μπήκανε, μα εδώ έχει μπαρούτι. Ευθύς αφού το έλαβα και είδα την σφραγίδα ευρήκα, είπα, σήμερον Μπελέκου την ασπίδα. Τετάρτη ήτον της νυχτός, δεν θέλω, είπα, δείπνον ζητώ ανάπαυσιν να βρω, νυστάζω, θέλω ύπνον. Ανάβω το λυχνάρι μου, πλαγιάζω εις το στρώμα του Δήμου το συμβούλιο, σκέφτομαι ακόμα.

 Θαρρώ ξανά τον Δήμαρχο στους ουρανούς πετούντα με τους Θεούς με τας Θεάς ως ξένον ομιλούντα. Με πήραν τα διαόλια μου, νευρίασε η ψυχή μου όταν αναπαύθηκε στο στρώμα το κορμί μου.
 Ο Ρήτορας δεν μπόρεσε εξήγηση να δώσει γιατί της πόλης το κλειστό δεν ημπορεί να ‘’σώσει’’. 

Πετάει τον Χαρίλαο αυτός σε άλλη πόλη ρε πατριώτη το ακούς, ρε το ακούτε όλοι; Περνάει στην Οικονομική χιλιάδων αποφάσεις και απαντά σε όλα αυτά πολλών χαζών προφάσεις. Πήρε τ’ αυτί μου κι άκουσα πως Μι Κι Ο θα βάλει να φτιάξουν τις ιδέες του, να κονομήσουν κι άλλοι. 

Συγγνώμη όμως σου ζητώ, αν παραλόγως κρίνω και τους Θεούς και τας Θεάς τολμώ να ανακρίνω. Του πάθους η υπερβολή νικώντας κάθε κρίσην καταφρονεί τους συνεπείς και λογικού την ρήσιν. τα δείχνει όλα ως σκιάν, ως δόξαν μας ματαίαν όλους σας σαν φαντάσματα και ως ψιλήν ιδέαν.

 Μα είναι αποτελέσματα όλα των ιδεών μας αι δε ιδέαι έρχονται εκ των αισθήσεών μας.
Η πόλη μου, βλέπεις φίλτατε, μου έγινε άλλη φύσις με ποίους τρόπους δύνασαι να με παραμυθήσης; 

Με θέλη η ομάδα απαθή; Τον τρόπον ας μου δώσει όπου μπορεί την αίσθηση του πάθους να νεκρώσει. Αλλά εις εμέ που όλον μου το σύστημα πεθαίνει αν δεν λαλώ, δεν το μπορώ, το είναι μου να κλαίγει. 

Γιατί ρε φίλοι να λαλώ με έκανε ο πόνος τούτην την πόλη αγαπώ και δεν είμαι μόνος.

 Ο ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ του ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: