Όταν μιλάμε για μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες, για ηγέτες, καλλιτέχνες, επιστήμονες ή φιλοσόφους τείνουμε να θεωρούμε ότι η αναγνώρισή τους ήταν πάντα εκεί, αμετάβλητη στην πορεία του χρόνου, από τη στιγμή της δράσης ή έστω, του θανάτου τους.
Το παραπάνω συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αν αυτή η προσωπικότητα ήταν βασικό κομμάτι ενός ένδοξου παρελθόντος. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι οι τρεις μεγάλοι φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητας: o Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, που μοιάζουν σαν ένα αιώνιο σύμβολο της ανθρώπινης σκέψης. Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα.
...Εξάλλου, κάθε εποχή διαβάζει με διαφορετικό τρόπο τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων είτε επικεντρώνοντας σε λεπτομέρειες που προσθέτουν κάτι καινούργιο στην κατανόησή της σκέψης τους είτε ανατρέποντας συνολικά την οπτική των προηγούμενων, προκειμένου να επιτύχουν μία ριζικά διαφορετική ανάγνωσή τους.
Ο Νίτσε και ο Πλάτωνας
Είναι γνωστό ότι η χιτλερική Γερμανία βρήκε στο μεγαλείο της κλασικής αρχαιότητας το πεδίο, προκειμένου να φτιάξει ένα (πλήρως ανιστορικό) αφήγημα για το πώς η Αρία φυλή υπήρξε επί αιώνες η φυλή που πήγαινε μπροστά την ανθρωπότητα και συνδέθηκε με την εποχή της ακμή της. Όπως θα περίμενε κανείς, μέσα στη στροφή αυτή προς την κλασική αρχαιότητα, οι εθνικοσοσιαλιστές στράφηκαν και στο έργο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Σε κάθε περίπτωση, ως επίσημος φιλόσοφος του εθνικοσοσιαλισμού έχει στιγματιστεί ο Νίτσε, Γερμανός ων, χωρίς βέβαια να έχει ο ίδιος καμία ευθύνη γι’ αυτό. Η φιλοσοφία του, και κυρίως η θεωρία του περί Ubermensch, κακοχωνεύτηκε και τελικά δημιούργησε μία πλήρως αποσπασματική και διαστρεβλωμένη ανάγνωση όλης της φιλοσοφίας του προς όφελος της τερατώδους ιδεολογίας του ναζισμού.
Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, τον Νίτσε, οι ναζιστές διανοούμενοι ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας άρχισε να διαβάζεται ξανά υπό ένα νέο πολιτικό πρίσμα στις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Σε αντίθεση με το τι συνέβαινε μέχρι τότε αλλά και με το τι συμβαίνει σήμερα, οι εθνικοσοσιαλιστές ασχολήθηκαν περισσότερο με τον πολιτικό Πλάτωνα και όχι τόσο με τον Πλάτωνα που ήταν «ο εκπρόσωπος της περίφημης θεωρίας των Ιδεών».
Τον κατέστησαν μάλιστα πρότυπο φιλοσόφου και υπήρχαν σημαντικοί λόγοι γι' αυτό.
Σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Σωκράτη, ο Πλάτωνας ήταν γνωστός για την αθλητικότητά του και για τον συνετό του βίο μέχρι τα βαθιά γεράματα. Επίσης ήταν γνωστό ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή. Όλα τα παραπάνω τον κατέτασσαν δεδομένα, σύμφωνα με τον φυλετιστή Gunther, στη φυλή των Βορείων. Όπως λέει κάπου χαρακτηριστικά, ο Πλάτωνας θεωρούνταν ως «μία καθαρόαιμη όψη του βόρειου αίματος της αρχέγονης ελληνικότητας».
Ο παραλληλισμός του Πλάτωνα με τον Φύρερ
Καθόλου τυχαίο δεν ήταν ότι με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας προωθούνταν ως ο φιλόσοφος του οποίου τα διδάγματα και το πρότυπο θα έπρεπε οπωσδήποτε να διδάσκονται στα γερμανικά σχολεία. Κυρίως δε οι αντιπαραθέσεις του με τους σοφιστές που θεωρούνταν σύμβολα της ηθικής κατάπτωσης και παρακμής του ελληνικού κόσμου, άνθρωποι που έστησαν τη βάση για τη στροφή στον ατομισμό και τη σχετικοποίηση της αλήθειας.
Σε αυτό το πλαίσιο προωθείται μία ανιστορική ανάγνωση της φιλοσοφίας του. Ο ίδιος ο Πλάτωνας αντιμετωπίστηκε ως ο φιλόσοφος του ρατσισμού και ο μεγάλος πρόδρομος και προφήτης του Φύρερ. Εν μέρει, τα παραπάνω βασίστηκαν, μεταξύ πολλών άλλων, σε μία στρεβλή ανάγνωση της θεωρίας του Πλάτωνα σχετικά με την ανάγκη να κυβερνάται μία πολιτεία από τους φιλοσόφους, έννοια τελείως διαφορετική την εποχή του Πλάτωνα σε σχέση με το σήμερα.
Ξεκινά, λοιπόν, μία τεράστια παραγωγή κειμένων όπου οργανικοί διανοούμενοι, άνθρωποι κοντά στον Φύρερ στήνουν λέξη προς λέξη έναν παραλληλισμό του Πλάτωνα με τον Χίτλερ και της Πολιτείας του με το βιβλίο-μανιφέστο του Ο Αγών μου. Ουσιαστικά, ο Πλάτωνας αντιμετωπίζεται ως ένας εκ των τελευταίων φάρων που διασώζουν την αθηναϊκή πολιτεία από την πλήρη κατάρρευση.
Λέει κάπου χαρακτηριστικά ο Hildebrandt ότι «ο Πλάτωνας είναι δάσκαλος για την εποχή μας, η μοντέρνα βιολογία δύσκολα θα μπορούσε να προτείνει νόμους για την επιλογή των αρίστων, καταλληλότερους από τους νόμους του Πλάτωνα». Η ιδανική του πολιτεία γίνεται ένα παράδειγμα κοινωνίας που ιεραρχείται με βάση ένα αυστηρό φυλετικό κριτήριο, παρόμοιο δήθεν με εκείνο που προέκρινε ο Εθνικοσοσιαλισμός.
Κάποιοι μάλιστα προχωρούν σε μία απίστευτη ακροβασία και βάζουν στις σκέψεις του Πλάτωνα μία ρατσιστική υφή που συνδέεται με την ευγονική. Θεωρούν ότι η ροπή προς τη φιλοσοφία είναι αποκλειστικά ζήτημα φυλής και επομένως, παίρνοντας αυτό ως δεδομένο, ο Πλάτωνας θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των ρατσιστικών ιδεών. Βέβαια αυτή η θεωρία δεν έχει καμία βάση καθώς είναι ξεκάθαρο ότι ο Πλάτωνας μιλούσε στη βάση των ικανοτήτων και όχι της φυλής.
Η πλήρης αδιαφορία για τον Αριστοτέλη
Όσο οι ναζί ενδιαφέρονταν για τον Πλάτωνα, τόσο αγνοούσαν επιδεικτικά τον μαθητή του, τον Αριστοτέλη. Η αδιαφορία αυτή μάλιστα είναι πραγματικά εντυπωσιακή και πολύ χαρακτηριστική του τρόπου που λειτουργούσε η ναζιστική διανόηση. Οι ναζιστές διανοούμενοι φαίνεται να είχαν τη χειρότερη άποψη για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο.
Ο Αριστοτέλης συνδέθηκε με την περίοδο του εκφυλισμού της Αθήνας και οι ιδέες του αντιμετωπίστηκαν ως προωθητικές του εκφυλισμού αυτού. Σε αυτόν, τις σπάνιες φορές που αναφερόταν στο όνομά του, οι ναζιστές διανοούμενοι έβλεπαν έναν φλύαρο και αντιπαραγωγικό ορθολογισμό που έχει αποκοπεί πλήρως από τα ιδεώδη της τελειότητας του σώματος και του πνεύματος.
Αν του αναγνωρίζουν κάτι, είναι ότι λειτούργησε στη ζωή του ως ένας πολύ καλός αρχειοθέτης της γνώσης που είχε γεννηθεί στην αμέσως προηγούμενη από αυτόν εποχή. Κατά τα άλλα αντιμετωπίζεται ως υπερβολικά θεωρητικός και άμεσος μαθητής του εξίσου αντιπαθούς στη ναζιστική ιδεολογία, Σωκράτη.
Η παραπάνω σύντομη αναφορά στον τρόπο που το ναζιστικό καθεστώς αντιμετώπισε τους τρεις μεγάλους φιλοσόφους της κλασική αρχαιότητας, είναι πολύ ενδεικτικό του πώς το έργο τους επικαιροποιείται ανάλογα με την κάθε εποχή, πολλές φορές διαστρεβλωμένο όπως ακριβώς συνέβη στη Γερμανία του 1930 και του 1940.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου