Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Λαυρεωτικά: Ο «ευεργέτης» Ανδρέας Συγγρός και η «λαϊκή πτώχευση».

Σας προτείνουμε να διαβάστε το ιστορικό κείμενο που ακολουθεί. Μέσα στη δίνη της βαθιάς κρίσης που μας κατατρώει, όχι τυχαία, όχι πρώτη φορά, όπως τότε έτσι και τώρα, διαχρονικά, μια χούφτα άνθρωποι μεγιστοποιούν τα κέρδη τους επιβάλλοντας με τη βοήθεια του κράτους Τους τη φτώχεια.
Το κράτος τους ονομάζει ευεργέτες και πολύ συχνά ο κατατρεγμένος λαός ομνύει σε αυτούς, πολλές φορές αισθάνεται ευγνωμοσύνη, θύμα μιας διαχρονικής και καλοσχεδιασμένης παραπληροφόρησης που επιδιώκει να ξεπλένει τους πραγματικούς δυνάστες και τους εκμεταλλευτές της μόχθου και του ιδρώτα της εργατικής τάξης. Θα αναγνωρίσετε μέσα από την ιστορική αφήγηση και τους σημερινούς επίγονους «ευεργέτες», «εθνικούς εφοπλιστές και εργολάβους», όλους αυτούς που συνεχίζουν να δημιουργούν κρίσεις, που τις πληρώνουμε όλοι εμείς, προκειμένου να ...εξασφαλίζουν αδιάλειπτα τη κερδοφορία και τη μακροημέρευση τους στις πλάτες μας. Θα αποτολμήσουμε να πούμε ότι το παρακάτω αφιέρωμα αποτελεί μια καλή και απλουστευμένη, αλλά αντικειμενική προσέγγιση των αιτιών και της σημερινής κρίσης. Σίγουρα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβάνεται και θα συνεχίσει να το κάνει μέχρι να συνειδητοποιήσουμε εμείς οι πολλοί τη δύναμη μας και να αλλάξουμε αυτή τη δολοφονική επανάληψη μια για πάντα.

Ο -γεννημένος το 1830 στην Κωνσταντινούπολη- Ανδρέας Συγγρός ήταν γυιος τού χιώτη γιατρού Δομένικου Τσιγγρού. Το επώνυμο Τσιγγρός είναι καθαρό παρατσούκλι, το οποίο στα ποντιακά σημαίνει αδύναμος, αρρωστιάρης (καθαρή κοροϊδία για έναν γιατρό) και γι’ αυτό ο φιλόδοξος Ανδρέας φρόντισε να το αλλάξει ελαφρώς (σ.σ.: όχι σαν κάποιους άλλους που άλλαξαν το Τούρκογλου σε Βενιζέλος). Αν και ο πατέρας του τον προόριζε για γιατρό (άλλωστε, ο Δομένικος είχε “στρωμένη δουλειά” αφού ήταν προσωπικός γιατρός τής αδελφής τού σουλτάνου!), ο νεαρός προτίμησε να ασχοληθεί με το εμπόριο, αρχίζοντας μάλιστα την καρριέρα του στις επιχειρήσεις του -ήδη γνωστού μας- Θεόδωρου Ροδοκανάκη.

Στα 25 του, ο Ανδρέας Συγγρός αυτονομήθηκε και, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες τού πατέρα του, κατάφερε να γίνει επίσημος προμηθευτής τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως σε μεταξωτά. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να κάνει ένα γερό κομπόδεμα. Τότε σκέφτηκε πως οι πιθανότητές του να μεγαλουργήσει θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες αν μετακόμιζε στην -σαφώς πιο αδύναμη- Ελλάδα. Έτσι, το 1867 έφτασε στην Αθήνα. Χάρη στην φήμη τού επιτυχημένου και πλούσιου εμπόρου, μπήκε εύκολα στα “μεγάλα σαλόνια” και γνωρίστηκε πρώτα με τον Χαρίλαο Τρικούπη (τότε υπουργό εξωτερικών), τους αρχηγούς των μεγάλων κομμάτων αλλά και με τον ίδιο τον βασιλιά Γεώργιο Α’, τον οποίο σαγήνευσε με την σπιρτάδα του μυαλού του.

Πριν βγει η χρονιά, ο Συγγρός είχε στήσει την πρώτη του τράπεζα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν τράπεζα αλλά κάτι σαν τραπεζικό παραμάγαζο, αφού η κύρια δραστηριότητα της “Συγγρός, Κορωνιός και Σία” ήταν να χορηγεί βραχυπρόθεσμα δάνεια στην οθωμανική αυτοκρατορία με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Η “Σία” στην επωνυμία ήταν ο Στέφανος Σκουλούδης, μετέπειτα ιδρυτής τής διαβόητης “Εταιρείας Κωπαΐδας” και αργότερα πρωθυπουργός τής χώρας (έστω και για λίγους μήνες: 10/1915-6/1916).

Οι δουλειές τής τοκογλυφικής τράπεζας πήγαν τόσο καλά ώστε σύντομα ο Συγγρός ίδρυσε την περίφημη Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αναδείχθηκε σχεδόν αμέσως σε βασικό χρηματοδότη όχι μόνο τής οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και της Αιγύπτου. Πολύ γρήγορα, ο Συγγρός γίνεται βαθύπλουτος και αποφασίζει να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα. Προς τούτο, αρχίζει να αγοράζει τεράστιες εκτάσεις στην Αττική, τόσο μέσα στην Αθήνα όσο και γύρω απ’ αυτήν. Ανάμεσά τους, αγόρασε και ένα οικόπεδο στην αρχή τής λεωφόρου Κηφισίας (όπως λεγόταν τότε η σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας), ώστε να χτίσει το μέγαρό του ακριβώς απέναντι από το παλάτι (*). Τελικά, ο Συγγρός εγκαταστάθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη τού 1872.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας. Την εποχή που ο Συγγρός εγκαθίσταται στην Αθήνα, το “λαυρεωτικό ζήτημα” βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και ο Γεώργιος ζητά βοήθεια από τον καινούργιο του φίλο, τον οποίο εκτιμά βαθύτατα. Ο Συγγρός μυρίζεται χρυσάφι και δέχεται να βοηθήσει τον μεγαλειότατο. Η πρότασή του είναι ριζοσπαστική μεν απλούστατη δε: θα αναλάβει αυτός την εκμετάλλευση της λαυρεωτικής γης, αποζημιώνοντας ο ίδιος την εταιρεία των Ρου και Σερπιέρι, υπό την προϋπόθεση ότι θα του δοθούν ορισμένα “κίνητρα” από το κράτος (π.χ. απαλλαγή από κάθε φορολογία κλπ).

Όλοι ανέπνευσαν ανακουφισμένοι. Ο βασιλιάς επειδή βρήκε λύση εκεί όπου απέτυχαν οι πρωθυπουργοί, οι πολιτικοί επειδή έφυγε ένας μεγάλος βραχνάς από τον λαιμό τους, ο Ρου επειδή πήρε τα λεφτά που ήθελε (και, μάλιστα, με καθυστέρηση αρκετών μηνών, χάρη στην οποία πρόλαβε και μάζεψε αρκετό από τον πλούτο τής λαυρεωτικής γης) αλλά και οι ξένες δυνάμεις επειδή απεμπλάκησαν από ένα μπέρδεμα που είχε καταντήσει σχεδόν αδιέξοδο. Έτσι, μέσα στο 1873, η Hilarion Roux et Cie μεταβίβασε τις μετοχές της στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως και ο Συγγρός έγινε απόλυτο αφεντικό τού Λαυρίου, ιδρύοντας την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΕΜΛ).

Στην ουσία, ο Συγγρός δεν είχε καμμιά όρεξη να γίνει μεταλλωρύχος. Γι’ αυτό άλλωστε αποζημίωσε μόνο τον Ιλαρίωνα Ρου (δεν ήθελε στα πόδια του έναν πανέξυπνο τραπεζίτη) και επέτρεψε στον Σερπιέρι να παραμείνει στην περιοχή (**). Ο Συγγρός ήταν έμπορος και τραπεζίτης, άνθρωπος του χρήματος, όχι άνθρωπος της δουλειάς. Με το Λαύριο ασχολήθηκε για να κερδίσει, όχι για να κάνει χάρες στον βασιλιά ή στο κράτος. Επένδυση έκανε. Και, μάλιστα, την έκανε έχοντας κατά νου ένα “κόλπο γκρόσσο”.

Στο μεταξύ, ο παμπόνηρος κωνσταντινουπολίτης φρόντισε να αναβαθμίσει την επένδυσή του. Στις εφημερίδες άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται περίεργα δημοσιεύματα, τα οποία έκαναν λόγο για ύπαρξη ακόμη και χρυσού (εκτός από τα ήδη γνωστά ασήμι και μόλυβδο) στο Λαύριο και τα οποία ο Συγγρός ουδέποτε διέψευσε επίσημα. Παράλληλα, οι φήμες για “αμύθητα πλούτη” έδιναν κι έπαιρναν: γιατί ζήτησε τόσο μεγάλη αποζημίωση ο Ρου; γιατί τσακίστηκε ο Συγγρός να πληρώσει όσα-όσα; γιατί ανακατεύτηκαν οι ξένοι; γιατί λύσσαξε ο Δεληγεώργης να μείνουν τα ορυχεία στην κυριότητα του κράτους;

Ο Συγγρός έκανε ό,τι θα έκανε κάθε καλός καπιταλιστής: εκμεταλλεύτηκε (αν δεν υποδαύλισε ο ίδιος) τις φήμες, μετοχοποίησε την εταιρεία και έβγαλε τις μετοχές σε δημόσια προσφορά. Καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε χρηματιστήριο στην Ελλάδα, τον ρόλο τού “κάγκελου” τον έπαιξε το καφενείο “Η Ωραία Ελλάς” στην οδό Μητροπόλως, όπου συνωστίζονταν οι αθηναίοι για να αγοράσουν μετοχές τής εταιρείας που θα τους έκανε ζάμπλουτους. Κανείς δεν σκοτιζόταν από την υψηλή τιμή τής μετοχής, η οποία είχε ονομαστική αξία 200 δραχμές αλλά πουλιόταν πολύ “πάνω από το άρτιο”, ξεπερνώντας ακόμη και τις 310 δραχμές (***). Και, βεβαίως, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει αν η αξία των υποτιθέμενων κοιτασμάτων κάλυπτε το μετοχικό κεφάλαιο που είχε βγάλει στο σφυρί ο Συγγρός. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η ΕΕΜΛ είχε μαζέψει τις οικονομίες των περισσότερων αθηναίων αλλά και πολλών επαρχιωτών. Ανάμεσά τους ήσαν και πολλές εταιρείες, οι οποίες ανέστειλαν την συνήθη επιχειρηματική τους δραστηριότητα προκειμένου να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους στις μετοχές τής ΕΕΜΛ.

Όμως, όσο γρήγορα αναπτύχθηκε η φούσκα, τόσο γρήγορα έσκασε. Πριν μπει ο χειμώνας του 1873, η απάτη τού Συγγρού ξεσκεπάστηκε και η αξία των μετοχών κατρακύλησε πιάνοντας πάτο. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά. Το εμπόριο κατέρρευσε, οι πτωχεύσεις διπλασιάστηκαν και οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάστηκαν. Ο τύπος, ο οποίος χόρευε πρωτύτερα στον ρυθμό τού Συγγρού, κατηγορούσε πλέον τον τραπεζίτη ως απατεώνα και κερδοσκόπο, μέσα από δεκάδες καυστικά κείμενα (****) και γελοιογραφίες. Η καταστροφή ήταν τέτοια ώστε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ο όρος “λαϊκή πτώχευση”.

Φυσικά, το αφτί τού Συγγρού ποσώς ίδρωσε. Χάρη στο “κόλπο γκρόσσο” του, πολλαπλασίασε την ήδη μεγάλη περιουσία του, ενώ η λαϊκή κατακραυγή δεν ήταν αρκετή για να επηρεάσει την εύνοια με την οποία τον περιέβαλε ο Γεώργιος. Ενώ χιλιάδες κόσμου καταστρέφονταν, ο Συγγρός άρχιζε την καρριέρα του ως οικονομικοπολιτικός μεγαλοπαράγοντας του τόπου…

Πριν κλείσουμε το αφιέρωμά μας στα Λαυρεωτικά, ας αναφέρουμε και μια φαρσική λεπτομέρεια. Το 1875, τρία μόλις χρόνια μετά την “λαϊκή πτώχευση” που ο ίδιος δημιούργησε, ο Ανδρέας Συγγρός θα γινόταν “εθνικός ευεργέτης” χρηματοδοτώντας την ανέγερση του πρώτου Πτωχοκομείου (!!) της Αθήνας. Ειρωνεία;

Τελειώνουμε με λίγη “τροφή για σκέψη”. Τώρα που μάθαμε τις λεπτομέρειες για το παιχνίδι που παίχτηκε πριν 140 χρόνια με το ασήμι στο Λαύριο, ας αναζητήσουμε τις λεπτομέρειες (π.χ. νόμοι, χαριστικές διατάξεις, φορολογικές απαλλαγές κλπ) από το παιχνίδι που παίζεται σήμερα με τον χρυσό στην Χαλκιδική. Σϊγουρα θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να τις δούμε με άλλο μάτι…

(*) Το μέγαρο αυτό χτίστηκε από τον διάσημο Τσίλλερ, αν και ο Συγγρός επενέβη στα σχέδια, με αποτέλεσμα να το κάνει αγνώριστο. Κληροδοτήθηκε από την χήρα τού Συγγρού στο ελληνικό κράτος και σώζεται ακόμη στην διασταύρωση Βασιλίσσης Σοφίας και Ζαλοκώστα. Το 1976 ανακηρύχθηκε ως προστατευόμενο έργο τέχνης και ανήκει στο υπουργείο εξωτερικών, σύμφωνα με την επιθυμία τής κληροδοτούσης.

(**) Ο Σερπιέρι ίδρυσε την εταιρεία “Μεταλλεία Καμαρίζης” (η οποία μετονομάστηκε το 1875 σε “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου“) και συνέχισε την δραστηριότητά του, την οποία αργότερα επέκτεινε στα μεταλλεία τής Σίφνου, της Σερίφου, της Αντιπάρου, της Εύβοιας, της Μήλου, της Κύθνου κλπ. Για τις ανάγκες της δουλειάς, ο Σερπιέρι έφτιαξε μέχρι και ατμόπλοιο. Και, βεβαίως, αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1887 εξαγόρασε την Εταιρεία Φωταερίου, παίρνοντας από τον Δήμο Αθηναίων το δικαίωμα εκμετάλλευσης για 30 χρόνια. Προφανώς, το ελληνικό κράτος δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να συνεργαστεί με έναν πρώην εκβιαστή του.

(***) Για να δώσω ένα μέτρο σύγκρισης, σημειώνω ότι ο Συγγρός αγόρασε το οικόπεδο όπου έχτισε το μέγαρό του αντί 65.000 δραχμών, δηλαδη ποσό ίσο με καμμιά διακοσιαριά μετοχές.

(****) Από τα πλέον καυστικά κείμενα ήσαν οι λίβελλοι που “εξαπέλυσε” κατά του Συγγρού ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο οποίος είχε τοποθετήσει στις μετοχές τής ΕΕΜΛ όλη του την περιουσία.


http://denplirono.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: