Ο Μπαγιαντέρας τον είπε «κορυφαίο των κορυφαίων, θεό της φωνής» και προφανώς ήξερε καλύτερα.
Ο λόγος για μια από τις χαρακτηριστικότερες φωνές του ρεμπέτικου, που έδινε υπόσταση στις πενιές του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Γκόγκου, του Περιστέρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη και του Χιώτη αργότερα, ως ένας από τους ογκόλιθους του λαϊκού μας πενταγράμμου.
Το μεγάλο αστέρι του τραγουδιού για 25 συναπτά δισκογραφικά έτη (1930-1955) έκανε ντουέτα με το τσουβάλι με τους άλλους ρεμπέτες και ρεμπέτισσες, όπως ο Παγιουμτζής, ο Κάβουρας, η Μπέλλου και η Μαρίκα Νίνου, συνέθεσε τα δικά του άσματα και έγινε ένας από τους θεμέλιους λίθους της βαριάς λαϊκής μας κληρονομιάς.
Στελλάκης για τους φίλους, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης και συνθέτης για τις δισκογραφικές, ο Περπινιάδης ανήκει αναγκαστικά στο πάνθεο των τραγουδιστών του Μεσοπολέμου που διαμόρφωσαν το νεότερο ύφος του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, παίρνοντας τη σκυτάλη από την πρώτη γενιά των μικρασιατών ερμηνευτών.
Ο φωνογράφος της δεκαετίας του 1930 είχε φωνή και δεν ήταν άλλη από του Περπινιάδη, ο οποίος παρά τη φήμη του δεν δίσταζε να εμφανίζεται στο στούντιο για να κάνει τις δεύτερες στους φίλους του συνθέτες, ακόμα και σε άγνωστους καλλιτέχνες με πενιχρή παραγωγή!
Οι ιστορικές ηχογραφήσεις της Columbia σφραγίστηκαν από τον μάστορα του λαρυγγιού Στελλάκη, ο οποίος έγινε το βασικό σεγόντο όλων των μεγάλων γυναικείων μεταπολεμικών φωνών, από τη Γεωργακοπούλου, τη Χασκήλ και τη Γιώτα Λύδια μέχρι την Μπέλλου και τη Νίνου. Οι ωραιότερες ρεμπέτικες καντάδες ακούγονταν αποκλειστικά από τα χείλη του…
Πρώτα χρόνια
Ο Στέλιος Περπινιάδης γεννιέται στην Τήνο στις 14 Μαΐου 1899 ως το τελευταίο από τα 11 παιδιά μιας νησιώτικης οικογένειας (πατέρας από την Τήνο, μητέρα Χιώτισσα), από την οποία θα επιβιώσουν ωστόσο μόλις τα τρία της τέκνα. Ο μικρός ακολουθεί τη φαμίλια του στις μετακινήσεις της, πρώτα στην Αλεξάνδρεια (1900-1906) και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη (Δεκέμβριος του 1906-1919).
Ο φούρναρης πατέρας τα έφερνε δύσκολα βόλτα και ο μικρός Στελλάκης μοίραζε καθημερινά το ψωμί, χάνοντας έτσι τις πρώτες ώρες του σχολείου. Τα αηδόνια του λαιμού του θα τα δείξει από πολύ μικρός, ψέλνοντας στην εκκλησιά της ενορίας του, την ώρα που πάλευε με τη φτώχεια και την ανέχεια.
Το 1919 θα τον καλέσει στις τάξεις του ο ελληνικός στρατός, που είχε εντωμεταξύ αποβιβαστεί στη Σμύρνη και την Πόλη. Ο Στελλάκης θα πάρει μέρος στην εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, κάποια στιγμή τραυματίστηκε όμως στα μάτια και επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου παρέμεινε μέχρι το άδοξο τέλος της Μεγάλης Ιδέας τον Αύγουστο του 1922.
Κατόπιν έχει σειρά το δύσκολο πέρασμα στη Χίο, όπου θα παραμείνει για λίγο στο χωριό της μητέρας του, και από κει ο Πειραιάς, το μεγάλο χωνευτήρι. Εκεί θα πιάσει σπίτι στη Δραπετσώνα, εκεί θα γίνει υπάλληλος χρωματοπωλείου και εκεί θα συνεχίσει να ψέλνει ανελλιπώς τις Κυριακές στην εκκλησία.
Ήταν ένας μουσικός, ο Μανώλης Μαργαρώνης, αυτός που θα τον βγάλει στο τραγούδι το 1925, όταν άκουσε μια μέρα τη φωνή του και μαγεύτηκε. Αυτός θα του αγοράσει την πρώτη του κιθάρα, αυτός θα του κάνει μερικά ταχύρυθμα μαθήματα και θα τον βγάλει στο πάλκο του Πειραιά, σε στέκια άγνωστα και κακόφημα καφενεία για να παίρνει ένα μεροκάματο. Αν και τα καλύτερα τον περίμεναν στη γωνιά…
Η μεγάλη φωνή του ρεμπέτικου
Το σημείο καμπής της ζωής του θα έρθει στα τέλη του 1929, όταν ο μεγάλος σμυρνιός συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, εκτιμώντας τα φωνητικά του χαρίσματα, του εμπιστεύεται μερικά τραγούδια του, κάτι αμανέδες δηλαδή, αλλά τον περιβόητο στην εποχή «Ποδονίφτη».
Αφού βγάλει μερικά ακόμα τραγούδια στην Odeon, θα κάνει την κίνηση που θα σφραγίσει την καριέρα του: υπογράφει με την Columbia, στο πρώτο μάλιστα (και μοναδικό στα χρονικά της εποχής) συμβόλαιο τραγουδιστή διαρκείας με ετήσια αποζημίωση για συγκεκριμένο αριθμό φωνογραφήσεων!
Σύντομα θα γινόταν ο Περπινιάδης η μεγάλη φωνή των μικρασιατών ρεμπετών, συνεργαζόμενος με κάθε συνθέτη, μαέστρο και ξακουστό οργανοπαίκτη του καιρού. Τα καλύτερα τραγούδια τους τα έδιναν όλοι στον Στελλάκη (ή τον Παγιουμτζή), που τα απογείωνε και τα έβαζε στα στόματα των θαμώνων.
Τα ονόματα των συνεργασιών του είναι εδώ αποστομωτικά: Παναγιώτης Τούντας, Γρηγόρης Ασίκης, Σταύρος Παντελίδης, Ευάγγελος Παπάζογλου, Κώστας Σκαρβέλης, Δημήτρης Σέμσης, Εμμανουήλ Χρυσαφάκης, Δημήτρης Λορέντζος, Γιώργος Ροβερτάκης, Γιοβάν Τσαούς, Δημήτρης Περδικόπουλος, Σταύρος Καρακάσης, Κώστας Καρίπης, Βασίλης Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας, Λεωνίδας Παγγαλής, Γιάννης Παπαϊωάννου, Κώστας Κανούλας, Κώστας Κοσμαδόπουλος, Στέλιος Χρυσίνης, Σπύρος Περιστέρης, Ιάκωβος Μοντανάρης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Αντώνης Νταλγκάς, Σωτήρης Γαβαλάς και τόσοι ακόμα!
Ταυτοχρόνως, ο Στελλάκης γράφει τα δικά του τραγούδια, τα οποία ερμηνεύει συνήθως ο ίδιος, ενώ συχνά καρπώνεται την πατρότητα τραγουδιών άλλων συνθέτων που οι δημιουργοί τους δεν ήθελαν στη δισκογραφία τους και του τα χάριζαν (εξαιτίας κυρίως της σκληρής μεταξικής λογοκρισίας).
Εξίσου θρυλικές ήταν και οι δεύτερες φωνές που έκανε σε πολλούς και διάφορους, από πασίγνωστους μέχρι και ολότελα άσημους, καθώς ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε το τραγούδι και δεν έχανε ευκαιρία να τραγουδά! Οι σπουδαίες διφωνίες του με τη Ρόζα Εσκενάζυ, την Άννα Πολίτισσα, τη Ρίτα Αμπατζή, αλλά και με τους Τσιτσάνη, Χρυσίνη και Περδικόπουλο ανήκουν εδώ και καιρό στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας ως ένα από τα χρυσά της κεφάλαια.
Τα χαρακτηριστικότερα ντουέτα του τα έκανε βέβαια με τον άλλο σπουδαίο βάρδο που είχε «φωλιές από αηδόνια στον λαιμό του», Στράτο Παγιουμτζή.
Ο μεγάλος αυτός βάρδος που του εμπιστεύονταν τα πολύτιμα «διαμάντια» τους οι μεγαλύτεροι συνθέτες δεν δίσταζε να κάνει δεύτερες φωνές και μάλιστα με ιδιαιτέρως διακριτικό τρόπο σε όλους, γνωστούς και άγνωστους. Σε ένα τέτοιο περιστατικό τρύπωσε μια μέρα του 1938 στο στούντιο της ανταγωνίστριας Odeon, την ώρα που ο Μάρκος Βαμβακάρης φωνογραφούσε τη «Νόστιμη Μαυροματού» του. Άκουσε την πενιά, τη λαχτάρησε κι έκατσε δίπλα στον άρχοντα του ρεμπέτικου να του κάνει δεύτερες, ξέροντας πως ούτε μία θα έπαιρνε ούτε και το όνομά του θα έπαιζε πάνω στον δίσκο, ένεκα του αποκλειστικού συμβολαίου που είχε με την Columbia!1
Αυτά έκανε και στον Τσιτσάνη και σε άλλους, κάτι που έκανε τους πάντες να τον λατρεύουν και να εκτιμούν τον αλτρουισμό και το ήθος του, καθώς πλάι του απαθανάτιζαν τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα. Όχι βέβαια πως δεν ήταν πλακατζής ο Στελλάκης, γιατί ήταν και παραήταν, ένας σωστός μάγκας μέσα σε όλα.
Παρά το γεγονός ότι ήταν πάντα σοβαρός και μετρημένος, καλός οικογενειάρχης καθώς ήταν και μυαλωμένος, οι φάρσες που έκανε αριστερά και δεξιά έμειναν θρυλικές, καθώς δεν δίσταζε να τις μεταφέρει ακόμα και στις δικαστικές αίθουσες!
Όπως στη νομική περιπέτεια του Τούντα για τη «Βαρβάρα» του, όταν τον κάλεσε μάρτυρα υπεράσπισης. Ήταν από τη χιουμοριστική κατάθεση του Στελλάκη που έπεσε βαριά η καμπάνα στον συνθέτη! Κανείς δεν του θύμωσε φυσικά, μιας και τον καλαμπουρτζή Περπινιάδη τον ήξεραν όλοι.
Γνωστός στην πιάτσα ήδη από τις πρώτες στιγμές της καριέρας του εκεί στη δεκαετία του ’30, ο Στελλάκης συμμετείχε σε πλήθος σχημάτων, προλαβαίνοντας μάλιστα πολλές φορές στα μαγαζιά την «Τετράς την Ξακουστή του Πειραιώς» (Βαμβακάρης, Μπάτης, Δελιάς και Παγιουμτζής)! Συχνά πυκνά οι δικές του μικρασιάτικες ορχήστρες συνυπήρχαν με την πειραιώτικη κομπανία, παίζοντας εκ περιτροπής στα ίδια κέντρα.
Στα τέλη της δεκαετίας ο Στελλάκης άνοιξε το δικό του μαγαζί στο Χαϊδάρι, πλάι στο σπίτι του, από το οποίο πέρασαν φυσικά όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου πενταγράμμου.
Μεταπολεμικά, όταν ξανάνοιξε το εργοστάσιο της Columbia (1946), συνέχισε τη δισκογραφική του παραγωγή με τους ίδιους αμείωτους προπολεμικούς ρυθμούς, βρίσκοντας πια νέους συνθέτες, μιας και οι παλιοί του φίλοι είχαν χαθεί στην Κατοχή.
Μια ολοκαίνουρια γενιά συνθετών θα τον προσεγγίσουν, πλάι στους παλιούς μεγάλους που είχαν απομείνει στη ζωή, και ο ίδιος δεν προλαβαίνει να μπαίνει από στούντιο σε στούντιο! Γιώργος Μητσάκης, Μανώλης Χιώτης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Κώστας Καπλάνης, Δημήτρης Σωφρονίου, Τόλης Χάρμας, Σταύρος Τζουανάκος, κοντά στις παλιές καραβάνες των Βασίλη Τσιτσάνη, Στέλιου Χρυσίνη, Δημήτρη Σέμση, Σπύρου Περιστέρη, Απόστολου Καλδάρα κ.λπ., δεν τον αφήνουν να ησυχάσει.
Τη θρυλική συνεργασία του με την Columbia θα τη διακόψει το 1957 για να ιδρύσει λίγο αργότερα τη δική του δισκογραφική, τη Stella, με την οποία αύξησε κι άλλο τη δισκογραφία του με μια σειρά από 45άρια, στέλνοντας τον αριθμό των τραγουδιών που ερμήνευσε κοντά στα 400, ένα νούμερο που θα τον φέρει στις πρώτες θέσεις των παραγωγικότερων φωνών του ελληνικού πενταγράμμου!
Σπανίως αρνιόταν πρόταση ο Στελλάκης, κι έτσι πολλοί έκαναν δίπλα του τα πρώτα δισκογραφικά τους βήματα, μιας και το όνομά του στους τίτλους ενός τραγουδιού άνοιγε πόρτες και παράθυρα. Σωτηρία Μπέλλου, Στέλλα Χασκήλ, Έλλη Σωφρονίου, Γιώτα Λύδια, Μαρίκα Νίνου, Σούλα Καλφοπούλου και τόσες ακόμα του χρωστούσαν πολλά. Αυτός έβγαλε εξάλλου στο πάλκο τη Νίνου, πριν τη συστήσει στον Τσιτσάνη και φτιάξουν μαζί το αξεπέραστο ερμηνευτικό δίδυμο του λαϊκού.
Τελευταία χρόνια
Δραστήριος συνδικαλιστικά και πολιτικοποιημένος, ο Περπινιάδης ήταν για σειρά ετών μέλος του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου των μουσικών και συνέβαλε αποφασιστικά στις μαχητικές διεκδικήσεις του κλάδου.
Από το πάλκο, τη μεγάλη του αγάπη, δεν έφυγε ποτέ και μετά τη δεκαετία του 1950 τραγουδούσε με τον γιο του, επίσης σπουδαίο λαϊκό μουσικό (συνθέτη και ερμηνευτή) Βαγγέλη Περπινιάδη, ενώ τα βήματά του ακολούθησε μετά και ο εγγονός του, Στέλιος.
Όπως και όλοι οι μεγάλοι ρεμπέτες, έφυγε κάποια στιγμή από τα φώτα της δημοσιότητας, για να επανέλθει δριμύτερος με την αναβίωση του ρεμπέτικου στη δεκαετία του 1970, τόσο με αφιερωματικές συναυλίες όσο και με προβολή στον Τύπο και την τηλεόραση.
Η τεράστια φωνή του ρεμπέτικου που οι φίλοι φώναζαν Στελλάκη άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Σεπτεμβρίου 1977 στο σπίτι του στο Χαϊδάρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου