Σάββατο 27 Απριλίου 2024

" ΤA KANONIA ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ "




-Σςςςς! Κάντε ήσυχα να ακούστε τα κανόνια!
-Ποιά κανόνια βάβω;
-Τα κανόνια του Μεσολογγιού!!
Μια βάβω στο Αιτωλικό, μαυροφορούσα, κάθεται μαζί με τα εγγόνια της, στο πλατύσκαλο του αρχοντικού και αγναντεύουν το Μεσολόγγι. Βράδυ, Σάββατο του Λαζάρου. Το φεγγάρι έχει βγει και φέγγει τις αναμνήσεις της βάβως. Θυμάται τα παλιά και τη διήγησή της συντροφεύει ο κρότος από τα κανόνια του Μεσολογγίου. Τα παιδιά κρέμονται από τα χείλη της γιαγιάς. Κρατούν μέχρι και την ανάσα τους, μη τύχει και δεν ακούσουν κάτι. Η βάβω αγράμματη, δεν πήγε ποτέ σχολείο, δεν ξέρει να διαβάζει, μα τα λεγόμενά της τα γράφουν τα βιβλία. Πως τα ξέρε άραγε…
...
Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια, μια άλλη βάβω σφιχταγκάλιαζε τα εγγονάκια της. Θα φεύγανε για δρόμο μακρύ, μπορεί και χωρίς γυρισμό. Το σπίτι τους το έζωσε η πείνα. Πόσο καιρό γελούν τον θάνατο. Δεν έμεινε τίποτα πια να φάγουν. Τα παιδιά αρρωσταίνουν και χάνονται, οι μεγάλοι χλωμοί, αδύναμοι, μα δεν προσκυνούν τον θάνατο. Τους έταζαν πολλά, μα η ελευθερία είναι πιο ακριβή από όλα τα πλούτοι του κόσμου. Φάγανε όλα τα ζωντανά, καθαρά και ακάθαρτα. Φάγανε μέχρι και ποντικούς και οτιδήποτε μπορούσε να ξεγελάσει την πείνα τους. Έμοιαζαν με αγρίμια του βουνού, που έτρωγαν μέχρι και τα λιθάρια. Το γλυκό νερό στέρεψε, οι νερόλακκοι στους δρόμους έγιναν οι πηγές της παλικαριάς. Δεν τους ένοιαζε το σώμα, μα πάλευαν για την ελευθερία της ψυχής. Πέθαιναν μέσα στους δρόμους, μα οι νεκροζώντανοι, δεν μπορούσαν να τους ενταφιάσουν. Η παλικαριά πολέμαγε νηστική στις ντάπιες του «φράχτη». Είχε για κλίνη το σίδερο και για προσκέφαλο τη μπαρούτι. Δεν ήταν άνθρωποι πια. Ήταν κάτι άλλο, μα στους θνητούς δεν τους λογάριαζες. Έφτασαν στο σημείο να γευτούν σάρκα, νεκρού, ανθρώπου. Μετά και από αυτό πήραν τη μεγάλη απόφαση. Δεν βάσταξε η συνείδησή τους.
Ξημέρωνε των Βαΐων. Τέτοια μέρα σαν αυτή, ο Χριστός ξεκινούσε το θείο του μαρτύριο. Μάρτυρες και αυτοί. Ο δρόμος τους στρωμένος «βάγια και δάφνες». Θα το έκαναν όμως σωστά. Δεν θέλανε τα πτώματά τους να μείνουν αδιάβαστα. Ζωντανοί τέλεσαν την εξόδιο ακολουθία τους . Αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν ξεκίνησαν τις ετοιμασίες. Γέροι και ανήμποροι χωρίστηκαν, με πόνο, από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αυτοί θα έμεναν πίσω να κοιτάξουν τον θάνατο κατάματα και να πετάξουν με το πύρινο άρμα της δόξας. Γυναίκες σφιχταγκαλιάστηκαν με τον άνδρα και τα παιδιά τους, και ντύθηκαν αντρίκια. Νιόπαντροι έκαψαν το νυφικό τους κρεβάτι και αποχαιρετίστηκαν. Ήταν σίγουροι πως θα ανταμώσουν στον άλλο κόσμο. Άφηναν το σπίτι τους, τη ζωή τους. Η πείνα τους νίκησε. Μια χούφτα στάρι ακόμα και θα άντεχαν. Δόθηκε το σύνθημα και ξεχύθηκαν. Μα η φύση τους γύρισε την πλάτη. Ψιλόβροχο στην αρχή, δάκρυα, που πάνω τους γλιστρούσαν οι Μεσολογγίτες. Μούσκεμα ως το κόκαλο. Ο κρότος των σπαθιών κάλυπτε τις απελπισμένες φωνές. Η λάσπη αγκάλιαζε τα σφαγμένα κορμιά. Τους περίμεναν, παγίδες παντού. Κάποια στιγμή φάνηκε ολόφωτο το φεγγάρι. Υποδείχνοντας τους τελευταίους ζωντανούς.
Τότε φωνή μεγάλη, απελπιστική, σπαρακτική, ακούστηκε «Πίσω στις ντάπιες μας». Σκέλεθρα ανθρώπινα γύρισαν πιστεύοντας πως θα σωθούν στην πατρώα γη. Μα τάφος κενός τους περίμενε. Πετσοκόφτηκαν, βιάστηκαν, σφαγιάστηκαν. Παντού κορμιά κατακρεουργημένα, οστά «αγίων» μπερδεμένα ανάμεσα στα φρέσκα πτώματα. Αίμα, ανθρώπινα μέλη και καμένοι βράχοι. Λίγοι γλίτωσαν το μαχαίρι, μα το μυαλό δεν γλίτωσε. Το βήμα, όπου έβρισκε κενό χώμα, ανέβλυζε ματωμένη λάσπη. Δεν έμεινε τίποτα. Κόλαση επί της γης. Το ένδοξο Μεσολόγγι έγινε βωμός, που πάνω του σφαγιάστηκαν εκατόμβες ανθρώπων. Μα το έγκλημα δεν σταματά εδώ. Χιλιάδες κεφαλές και αφτιά Μεσολογγιτών παστώθηκαν ως απόδειξη της ανθρώπινης κτηνωδίας. Οι ηρωικοί Μεσολογγίτες υπέστησαν όλο αυτό το μαρτύριο για τι … μα για την Ελευθερία και την αξιοπρέπεια τους. Δεν ξεπουλήθηκαν, αλλά αγίασαν. Άγιοι φωτοστεφανωμένοι.
Τα κανόνια του Μεσολογγίου δεν έπαψαν, δεν βουβάθηκαν, ηχούν ακόμα. Εσύ φταις που δεν τα ακούς. ΜΟΝΟΝ εσύ. Υπάρχουν άραγε σήμερα Μεσολογγίτες; Η φουστανέλα και η γυναίκεια ποδιά είναι θεμέλια. Πάνω τους κρατούν την Ελλάδα. Για αυτό εσύ νεοέλληνα σκέψου πριν τα φορέσεις. Είναι αγιασμένα, σεβάσου τα. Με φόβου Θεού να τα φοράς. Και όταν τα φορέσεις να νιώθεις το ρίγος και την ανατριχίλα. Δεν αξίζει να τα φορούμε, μα όταν το κάνουμε, να τα φοράμε σωστά. Οι παρελάσεις και οι αναπαραστάσεις δεν είναι καρναβαλική παρέλαση, είναι μνημόσυνο. Δεν χωρούν λόγια, μόνο δάκρια. Μάθε να σέβεσαι. Μάθε να διαβάζεις. Γίνε πρόδρομος για τις επόμενες γενιές. Εάν εσύ αλλοιώνεις την αλήθεια, θα χαθεί το Μεσολόγγι. Θα πάει χαμένος τόσος αγώνας και τόσο αίμα. Οι καιροί είναι έσχατοι, θα χρειαστούν Μεσολογγίτες, προσπάθησε να γίνεις ένας.
2018
Χρήστος Γ. Δήμτσιος

Δεν υπάρχουν σχόλια: