τα όσα προηγήθηκαν αλλά και ο ρόλος που διαδραμάτισε στην υπόθεση ο ελληνοαμερικανικής καταγωγής πράκτορας της CIA Γουίλιαμ Μπάζιλ, παρουσιάζονται μέσα από τα απόρρητα έγγραφα του Έντουαρντ Σνόουντεν που δόθηκαν σήμερα Τρίτη στη δημοσιότητα.
Οι απαρχές και οι «πρωτόγονες μέθοδοι» της ΕΥΠ
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή» και του Άγγελου Πετρόπουλου, οι απαρχές του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών στην Ελλάδα εντοπίζονται δύο χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA) άρχισε να ασχολείται εκτενώς με την υπόθεση. Όπως αναφέρεται, χαρακτηριστικά, μέσα στα έγγραφα του Σνόουντεν, «τουλάχιστον 4 στελέχη επεξεργάστηκαν τη στρατηγική συλλογής πληροφοριών της NSA για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ήδη από το 2002 και σε συνεργασία με άλλα τμήματα της υπηρεσίας σιγουρεύτηκαν ότι ‘μια αναλυτική επίθεση θα μπορέσει να υπάρξει και τα κοινωνικά δίκτυα των στόχων θα έχουν προκαθοριστεί’».
Σύμφωνα, πάντα, με την «Καθημερινή», η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) κι η NSA από τότε είχαν στενή συνεργασία στο θέμα της συλλογής πληροφοριών. «Όμως παρά την αγαστή συνεργασία, αλλά και την παρουσία στελεχών της NSA», οι Αμερικανοί έβρισκαν «τρομακτικά πρωτόγονους» τους τρόπους παρακολούθησης που χρησιμοποιούσε η ελληνική πλευρά.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2003, υπό τις έντονες πιέσεις της Ουάσινγκτον, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης επιχείρησε σε σύσκεψη με εκπροσώπους των τριών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας (Vodafone, Cosmote, Tim) να διαμορφώσει από κοινού το πλαίσιο για τη δημιουργία ενός συστήματος «νομίμων συνακροάσεων». Ωστόσο οι εκλογές τον Μάρτιο του 2004 εμπόδισαν την έκδοση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος.
Το σύστημα Lawful Interception
Όπως προκύπτει από τα απόρρητα έγγραφα του Σνόουντεν, στις 4 Αυγούστου 2004, μία σειρά εντολών έκτασης 6.500 γραμμών προστίθενται στον πηγαίο κώδικα του λειτουργικού συστήματος που χρησιμοποιούσε η Vodafone, για να «τρέχει» το δίκτυό της. Αυτές οι εντολές ενεργοποίησαν ένα από τα υποσυστήματα του λειτουργικού – το οποία ανήκε στην Ericsson -, το επονομαζόμενο Lawful Interception (Νόμιμη Συνακρόαση).
Το υποσύστημα αυτό άνοιξε μία γραμμή παρακολούθησης μιας σειράς συνδρομητών της εταιρείας, κρύβοντας, όμως, σχεδόν κάθε ίχνος αυτής της ενέργειας. Από εκεί, οι υποκλαπείσες συνομιλίες προωθούνταν σε 14 κινητά τηλέφωνα-σκιές και πιθανότατα, σύμφωνα με την «Καθημερινή», σε ηλεκτρονικούς καταγραφείς δεδομένων για αποθήκευση και επεξεργασία.
Η εμπλοκή της CIA, οι στρατολογήσεις και ο πράκτορας
Κατά τα έγγραφα του Σνόουντεν, «η μυστική επιχείρηση έγινε από την NSA και τουλάχιστον στην πρώτη φάση της είχε το πράσινο φως της ελληνικής κυβέρνησης». Ωστόσο στη συνέχεια τα πράγματα άλλαξαν. Μια αναφορά της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) το 2006 επισήμαινε ότι «σε κάποιες από τις φάσεις της επιχείρησης των υποκλοπών κρίθηκε απαραίτητη η συνδρομή στο εσωτερικό της Vodafone».
Αυτή η «συνδρομή», σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο των απορρήτων εγγράφων, «θα μπορούσε να είναι το έργο μιας άλλης υπηρεσίας και συγκεκριμένα της CIA». «Σε πολλές περιπτώσεις τα κοινά κλιμάκια CIA-NSA κατασκοπεύουν τις επικοινωνίες των ίδιων χωρών που τους φιλοξενούν, καθώς πολλές φορές γνωρίζουν απειλές τις οποίες για οποιοδήποτε λόγο είναι απρόθυμες να μοιραστούν.
Μάλιστα, οι δύο υπηρεσίες, NSA και CIA, συνεργάζονταν στενά στη στρατολόγηση υπαλλήλων σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Ένας από τους στρατολόγους αυτούς ήταν και ο ελληνοαμερικανικής καταγωγής (απο την Κάρπαθο) πράκτορας της CIA και πρώην γραμματέας της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο Γουίλιαμ Μπάζιλ, ο οποίος καταζητείται από τον Φεβρουάριο του 2014 από τις ελληνικές Αρχές με εντολή του εισαγγελέα Δημήτρη Φούκα. Χαρακτηρίζεται ως άτομο με «υψηλές διασυνδέσεις» τόσο στην τότε Ελληνική Αστυνομία όσο και στα τότε υπουργεία Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξης.
Φωτογραφία του Γουίλιαμ Μπάζιλ (Πηγή: The Intercept)
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», δύο ημέρες πριν ξεκινήσουν οι υποκλοπές, μια γυναίκα μπήκε σε κατάστημα κινητής τηλεφωνίας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά και αγόρασε τέσσερα κινητά τηλέφωνα με αντίστοιχες κάρτες SIM. Με βάση το εισαγγελικό πόρισμα του 2014, η γυναίκα αυτή ήταν η σύζυγος του 65χρονου σήμερα Μπάζιλ και τα τηλέφωνα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως «σκιές» για την υποκλοπή των τηλεφωνικών συνομιλιών από το δίκτυο της Vodafone.
Η σύνδεση με την υπόθεση Τσαλικίδη – Σύντομο χρονικό
Ο Παναγιώτης Τσαλικίδης
Ο Παναγιώτης Τσαλικίδης, αδελφός του Κώστα Τσαλικίδη, του 39χρονου μηχανικού και προϊσταμένου του Τμήματος Σχεδίασης Δικτύων Μεταγωγής της Vodafone, που βρέθηκε κρεμασμένος στις 9 Μαρτίου 2005 υπό περίεργες συνθήκες, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι δεδομένο ότι ο αδελφός μου κάτι βρήκε που οδήγησε στο θάνατό του».
Στις 24 Ιανουαρίου 2005 κάποιος επιχειρεί την εισαγωγή πρόσθετου παράνομου λογισμικού στο εσωτερικό του κέντρο της Vodafone ΜΕΑΡΑ στην Παιανία. Στα μπλε τετράδια του Τσαλικίδη, ο οποίος κρατούσε αναλυτικές σημειώσεις, αναφέρεται η λέξη «Fever – Πυρετός», η οποία περιγράφει υπερφόρτωση σημείων του δικτύου. Τόσο στα κεντρικά της Vodafone όσο και στην Ericsson χτυπά συναγερμός.
Στις 31 Ιανουαρίου ο Τσαλικίδης υποβάλλει την παραίτησή του προς τους ανωτέρους του. Οι προϊστάμενοί του τον πείθουν να πάρει άδεια από τις 2 έως τις 8 Φεβρουαρίου. Στο διάστημα αυτό ο ίδιος εκμυστηρεύεται στην αρραβωνιαστικιά του ότι πρέπει να φύγει από τη Vodafone, καθώς «είναι ζήτημα ζωής και θανάτου».
Στις 4 Μαρτίου, ύστερα από εβδομάδες ερευνών, επιβεβαιώνεται από τους τεχνικούς της Ericsson προς τη Vodafone η ύπαρξη του παράνομου – «παρείσακτου» λογισμικού.
Τρεις ημέρες μετά, στις 7 Μαρτίου, το λογισμικό απομονώνεται, ενώ στα γραφεία της Vodafone στην Αθήνα ο Τσαλικίδης συμμετέχει σε κλειστά meeting, με ιδιαίτερα έντονες συζητήσεις.
Ο Γιώργος Κορωνιάς
Στις 8 Μαρτίου, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Γιώργος Κορωνιάς δίνει εντολή να απομακρυνθεί άμεσα το παράνομο λογισμικό. Κατά την «Καθημερινή», έτσι χάθηκε για πάντα η μοναδική ευκαιρία για τις ελληνικές Αρχές να συλλάβουν επ’ αυτοφώρω τους πραγματικούς υπαιτίους των υποκλοπών. Την ίδια ημέρα ο Κώστας Τσαλικίδης μιλά για τελευταία φορά με την αρραβωνιαστικιά του στο τηλέφωνο. «Ανησυχούσε για τη μητέρα του που ανέβαζε υψηλό πυρετό. Πώς ένας άνθρωπος που ανησυχεί για τη μητέρα του το βράδυ είναι δυνατόν να κρεμαστεί, γνωρίζοντας ότι εκείνη θα τον βρει το πρωί», επισημαίνει η ίδια.
Στις 9 Μαρτίου οι γονείς του τον εντοπίζουν νεκρό και στις 10 Μαρτίου ο Κορωνιάς ζητά από τον Γιάννη Αγγέλου, τον τότε διευθυντή του Γραφείου του Πρωθυπουργού, μια συνάντηση με τον Κώστα Καραμανλή, για να του θέσει «ζήτημα υποκλοπών». Λόγω της απουσίας του τότε πρωθυπουργού στη Μαδρίτη, ο Αγγέλου κανονίζει κοινό ραντεβού παρουσία του τότε υπουργού Δημ. Τάξης Γιώργου Βουλγαράκη και την ίδια ημέρα εκδίδεται το Προεδρικό Διάταγμα 47, με υπογραφές Βουλγαράκη, Λιάπη, Δούκα, Παπαληγούρα και Παυλόπουλου, βάσει του οποίου παρέχεται νομική κάλυψη στις ελληνικές Αρχές, για να κάνουν νόμιμες παρακολουθήσεις μέσω των παρόχων κινητής τηλεφωνίας.
Δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του Τσαλικίδη, ο Μπάζιλ φεύγει από την Αθήνα, για να επιστρέψει μερικούς μήνες αργότερα (4 Αυγούστου 2005) με βίζα από την ελληνική πρεσβεία στο Χαρτούμ και διπλωματικό διαβατήριο που του παρέχει ασυλία. Η τελευταία φορά που εθεάθη ήταν το 2013 σε φωτογραφία από τον γάμο της κόρης του. Έκτοτε τα ίχνη του αγνοούνται.
Η βίζα που έλαβε ο Μπάζιλ για την επιστροφή του στην Ελλάδα (Πηγή: The Intercept)
Σημαντικό στοιχείο: Η ΑΔΑΕ δεν ειδοποιήθηκε ποτέ για την υπόθεση των υποκλοπών ούτε από τη Vodafone ούτε από το πρωθυπουργικό γραφείο. Μόλις τον Φεβρουάριο του 2006 οι Ρουσόπουλος, Βουλγαράκης και Παπαληγούρας, παραχωρούν συνέντευξη Τύπου για τις υποκλοπές, όπου τονίζεται ότι οι «επί 11μήνου εν κρυπτώ έρευνες που διεξήχθησαν δεν απέδωσαν χειροπιαστά αποτελέσματα», ενώ ο Γ. Βουλγαράκης δικαιολογεί τις αποφάσεις του Κορωνιά.
Βουλγαράκης, Ρουσσόπουλος και Παπαληγούρας στη συνέντευξη Τύπου για τις υποκλοπές
Έκτοτε, σύμφωνα πάντα με την «Καθημερινή» η υπόθεση Τσαλικίδη πηγαίνει από τον Άννα στον Καϊάφα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τα πράγματα αλλάζουν μόλις το 2014, ο εισαγγελέας Δημήτρης Φούκας εκδίδει ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Μπάζιλ, με τις κατηγορίες της κατασκοπείας και της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών. Όμως ο άνθρωπος, που φαίνεται να ξέρει πολλά, είναι πλέον άφαντος.