«Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά δεν μπορώ παρά να βλέπω κάθε πρόβλημα από
θρησκευτική σκοπιά».
Λούντβιχ
Βίτγκενσταϊν
Ασπαζόμενος τη σορό του Χρήστου Γιανναρά στην εξόδιο ακολουθία, η σκέψη μου αυθόρμητα πέταξε στη γραφή του για τον θάνατο. Ο θάνατος είναι σταθερό μοτίβο στο θεολογικό-φιλοσοφικό έργο του. Ισως αυτό να μην είναι άσχετο και με την απώλεια του πατέρα του όταν ο ίδιος ήταν μόλις τεσσάρων ετών. «Κατανοούμε τον θάνατο, δεν τον γνωρίζουμε» γράφει.
...Ο άνθρωπος είναι «διφυές υπαρκτό», επισημαίνει ο Γιανναράς: υπάρχει αφενός ως θνητό ον, αφετέρου «με τον τρόπο της αχρονίας των σχέσεων». Ακούγοντας τον Μότσαρτ αναγνωρίζουμε τη μουσική του ιδιομορφία, διαβάζοντας τον Καβάφη αντιλαμβανόμαστε την ποιητική του ιδιοπροσωπία. Η σχέση μας με τα ενεργήματά τους κομίζει γνώση της ετερότητας των δημιουργών. Η σχέση αυτή είναι «δυναμικά ενεργούμενη μετοχή» – ρηχή ή βαθιά, πρόσκαιρη ή διαρκής, απλή πληροφορία ή ενορατική κατανόηση.
Αν και η ψυχοσωματική μοναδικότητα του κορυφαίου Ελληνα θεολόγου-φιλοσόφου περατώθηκε, η σχέση μας μαζί του όχι. Αντιθέτως, με το έργο του, ο Γιανναράς έλκει και ερεθίζει, γονιμοποιεί και προβληματίζει, ενίοτε, δε, όταν επικαιρικά σχολιάζει, προκαλεί.
Το έργο του θα εκτιμηθεί πληρέστερα μετά την εκδημία του. Η θρηνητικά μαχητική επιφυλλιδογραφία του, αν και υπέροχη εκφραστικά, προκαλούσε αντιδράσεις που απομείωναν τη δυνητική απήχηση του θεολογικού-φιλοσοφικού έργου του. Η απουσία του επικαιρικού λόγου του θα δημιουργήσει χώρο να αναδειχθεί η βαρύτητα του μακρόπνοου στοχασμού του.
Ιδιαίτερα κρίσιμο επεισόδιο στη ζωή του ήταν η ένταξή του στη θρησκευτική οργάνωση «Ζωή», ένα «ιδεολογικό και ψυχολογικό καταφύγιο», το οποίο, εν μέρει ίσως, αναπλήρωνε την πατρική απουσία στα παιδικά χρόνια. Εργάστηκε στη «Ζωή», από τα 19 μέχρι τα 29 του, «συνεπέστατα στρατωνισμένος στην ιδεολογική μου αφιέρωση», όπως γράφει.
Στο «Καταφύγιο Ιδεών» ο Γιανναράς περιγράφει εκτενώς, με εκφραστικότητα και απογυμνωτική ειλικρίνεια, τις εμπειρίες του από τη «Ζωή». Είναι μια συγκλονιστικά απο-καλυπτική μαρτυρία για τη λειτουργία ενός ολοκληρωτικού μηχανισμού ελέγχου του σώματος και του νου, στην υπηρεσία του ιδεολογικοποιημένου χριστιανισμού. Ιδεολογικός στρατωνισμός, αστυνομευμένη πειθάρχηση, υποκριτικός ευσεβισμός, κούφιος ηθικισμός, απέχθεια για το σώμα, και ανέραστη ιδεοληψία χαρακτήριζαν την εν «Ζωή» ζωή. Ενας ανοιχτόμυαλος νέος, με υπαρξιακή «πείνα και δίψα», δεν θα άντεχε για πολύ. Βρήκε το κουράγιο να αποχωρήσει.
Το έργο του Γιανναρά μπορεί να ιδωθεί ως αντίδραση στη «διάστροφη θρησκευτικότητα των εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων». Αργότερα, στη Γερμανία, ζώντας ως μεταπτυχιακός φοιτητής σε ρωμαιοκαθολικό οικοτροφείο, κατάλαβε «ποιος ήταν ο πρώτος διδάξας τη διαστροφή» – η Δυτική θρησκειοποίηση του χριστιανισμού και το γνωσιακό της υπόβαθρο.
Ερευνητικός σκοπός του κατέστη η στιβαρή κριτική της ατομοκεντρικής πρόσβασης στη γνώση. Κύριο στοιχείο του προβληματισμού του η ύπαρξη – η ύπαρξη που ερωτεύεται, κοινωνεί, και αναμετριέται με τον θάνατο. Αναζήτησε απαντήσεις στους Πατέρες της Εκκλησίας – κυρίως, στους Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Μάξιμο Ομολογητή και Γρηγόριο Παλαμά. Γονιμοποίησε το έργο τους με τη σκέψη αρχαίων και σύγχρονων φιλοσόφων.
Καθοριστική επίδραση πάνω του άσκησε ο Χάιντεγκερ. Ο Γιανναράς τού αναγνωρίζει την τόλμη να θέσει την οντολογία στο κέντρο του φιλοσοφικού προβληματισμού. Η οντολογία κατέστη το μείζον θέμα έρευνας και στο δικό του έργο. Το ύφος του Γιανναρά οφείλει πολλά στον ύστερο Χάιντεγκερ – ποιητική γραφή, ετυμολογική ανασκαφή των εννοιών, πυκνές διατυπώσεις, μελαγχολική κριτική της νεωτερικότητας.
Στη φιλοσοφική παράδοση της αρχαιοελληνικής και εκχριστιανισμένης ελληνικής σκέψης, ο Γιανναράς διαβλέπει συνέχεια: την προτεραιότητα της σχέσης έναντι της ατομοκεντρικής γνωσιοθεωρίας, την ταύτιση του «ορθώς διανοείσθαι» με το «ορθώς κοινωνείν», και την άρνηση να εξαντληθεί η γνώση στη διατύπωσή της (αποφατισμός). Η διερεύνηση αυτών των επισημάνσεων, σε αντιπαραβολή με την κυρίαρχη ρασιοναλιστική νοοτροπία του καρτεσιανού cogito, ήταν το κύριο θεολογικό-φιλοσοφικό εγχείρημα του Γιανναρά.
Το ακαδημαϊκό έργο του αναγνωρίστηκε στο εξωτερικό. Μεταφράστηκε, σχολιάστηκε, και συζητήθηκε σε διεθνή συνέδρια. Στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν, ως συνήθως, διαφορετικά. Κυριάρχησε η μικρόνοια. Η Θεολογική Σχολή Αθηνών δεν ενέκρινε τη διδακτορική του διατριβή: είχε «ακρότητες», είπαν, ενώ ο «δοκησίσοφος» υποψήφιος «προσβάλλει την αυθεντία της Σχολής». Οι μαρξιστές πολέμησαν με πάθος και στενομυαλιά την εκλογή του σε θέση καθηγητή Φιλοσοφίας στην τότε Πάντειο Σχολή. Είναι θεολόγος, όχι φιλόσοφος, έλεγαν. Ο Γιανναράς υπέμεινε με καρτερία τον διανοητικό διασυρμό. Δεν αναρωτήθηκαν οι επικριτές: πού κατατάσσεται γνωστικά ο Νίτσε, ο Κίρκεγκορ, ο Λεβινάς ή ο Ντεριντά; Αν διαλέγεται ένας στοχαστής με τον Ακινάτη, γιατί όχι με τον Μάξιμο Ομολογητή; Πώς μπορεί να ξεπεραστεί η καρτεσιανή εκδοχή του ορθού λόγου και τι κομίζει συναφώς η αποφατική θεολογία;
Αν και πολέμιος των φενακιστικών ιδεοληψιών, ο Γιανναράς δεν απέφυγε τα ιδεολογήματα. Το διχοτομικό σχήμα «ατομοκεντρική Δύση» έναντι «κοινωνιοκεντρικού Ελληνισμού» παραβλέπει την πληθυντικότητα των δύο πόλων. Πολιτισμικές κατηγορίες («Δύση», «Ελληνισμός») συσκοτίζουν το κυρίαρχο στη νεωτερικότητα φαινόμενο της εκλογίκευσης-εκκοσμίκευσης της κοινωνίας. Ο ευσεβισμός –η εμμονή σε εξωτερικά πιστοποιούμενες συμπεριφορές– είναι εγγενής τάση σε κάθε ρητώς οριο-θετημένο σύστημα αξιών που μεριμνά για την αναπαραγωγή του. Η Εκκλησία στη νεωτερικότητα δεν είναι μόνο Σώμα πιστών αλλά και γραφειοκρατικός οργανισμός.
Δεν θεωρούσε την πολιτική σχολιογραφία «περίσπαση» αλλά ζωτική ανάγκη – η «θεωρία» να φωτίσει το «συγκεκριμένο παρόν». Εδειχνε, όμως, να τον ενδιαφέρει λιγότερο η ρεαλιστική ανάλυση της ελλαδικής πραγματικότητας και περισσότερο η επιβεβαίωση του κεντρικού ερμηνευτικού του σχήματος. Εκανε άλματα από τη μεταφυσική στο βιωμένο παρόν, παρακάμπτοντας επίπεδα ανάλυσης και αποφεύγοντας την ιστοριογραφική τεκμηρίωση και την κοινωνικοεπιστημονική σκέψη. Η έκδηλη αγωνία του για την Ελλάδα κατέστησε τον δημόσιο λόγο του θρηνητικά μοιρολατρικό και, ενίοτε, υπερβολικά σκληρό.
Ακάματος διανοούμενος, ο Χρήστος Γιανναράς μετάγγιζε στον αναγνώστη την αγάπη του για τη γλώσσα. Η εκφραστική του ικανότητα, προφορική και γραπτή, ήταν δεινή. Η διανοητική ευτολμία του τον έφερνε συχνά σε αντιπαλότητα με εμπεδωμένες αντιλήψεις. Συνέβαλε σημαντικά στη διαρκή συζήτηση για την εθνική ιδιοπροσωπία, υπενθυμίζοντας την οικουμενικότητα του ελληνισμού.
Χάσαμε έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους των τελευταίων πενήντα ετών αλλά δεν θα πάψουμε να σχετιζόμαστε μαζί του – να συνομιλούμε με το έργο του.
* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου