ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Δολοφονία Τσάρλι Κέρκ / Οι 33 ώρες μέχρι τη σύλληψη του Τάιλερ Ρόμπινσον –
Το προφίλ του δράστη
-
Ο 22χρονος Τάιλερ Ρόμπινσον συνελήφθη το βράδυ της Πέμπτης στη Γιούτα,
κατηγορούμενος για τη δολοφονία του ακροδεξιού «ακτιβιστή» και στενού
συμμάχου του Ν...
Πριν από 19 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου