ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Πολιτική θύελλα στο ΠΑΣΟΚ: Παραιτήθηκε ο διευθυντής του Ανδρουλάκη μετά τις
αποκαλύψεις
-
Παραιτήθηκε ο διευθυντής Ανδρουλάκη μετά την αποκάλυψη των αποθεωτικών
σχολίων για Μητσοτάκη Η ανακοίνωση του κ. Παπαβασιλείου: Από το 1974 ως και
σήμερα...
Πριν από 27 δευτερόλεπτα


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου