ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Τσιάρας για αγρότες: Τους καλούμε άμεσα σε διάλογο – Η κοινωνία περιμένει
υπευθυνότητα
-
Ορισμένα από τα αιτήματα των αγροτών είναι δίκαια- Έχουμε αντιμετωπίσει
σειρά αιτημάτων και έχουν ομαλοποιηθεί οι πληρωμές από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δήλωσε
ο Κώστ...
Πριν από 1 ώρα


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου