ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Τεμπη: Με 154 ψήφους πέρασε η προανακριτική για τον πρώην υπουργό
μεταφορών, Κώστα Αχ Καραμανλή
-
Με 154 θετικές ψήφους υπερψηφίστηκε από τη Βουλή η πρόταση της Νέας
Δημοκρατίας για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής κατά του πρώην υπουργού
Μεταφορών...
Πριν από 5 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου