ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Έφυγε από τη ζωή στα 80 χρόνια η Χανιώτισσα Αβετ Σφακιανάκη – Ηθοποιός και
πρώτη casting director στην χώρα μας
-
Αντίο Αβετ…. Μόλις με πληροφόρησαν ότι έφυγε από την ζωή η αγαπημένη φιλη
Αβετ Σφακιανάκη , ηθοποιος στα πρώτα της βήματα, που έγινε η πρώτη casting
dire...
Πριν από 19 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου