ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Κακοκαιρία Coral / Παγετός, βροχές και χιόνια
-
Το έντονο κύμα ψύχους με την ονομασία Coral θα συνεχίσει να επηρεάζει μέχρι
και τη Δευτέρα τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης
και...
Πριν από 15 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου