ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Ένσταση αντισυνταγματικότητας για την ιδιωτικοποίηση των νερών της Θεσσαλίας
-
Η ένσταση που κατέθεσε ο Νίκος Παππάς, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του
ΣΥΡΙΖΑ εκ μέρους της Κ.Ο. της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφορά τα άρθρα 3
ως 13 το...
Πριν από 28 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου