Τα έθιμα του Πάσχα αρχίζουν κυρίως τη Μεγάλη Πέμπτη, καθώς από την ημέρα αυτή ξεκινούν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Με ένα κόκκινο πανί απλωμένο στο μπαλκόνι ή το παράθυρο, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού, ξεκινούν στην επαρχία οι προετοιμασίες για τη βραδιά της Ανάστασης, ενώ την ίδια ημέρα οι νοικοκυρές σε όλη τη χώρα βάφουν τα κόκκινα αβγά. Σε κάποιες περιοχές της χώρας το πρωί οι γυναίκες ζυμώνουν τις κουλούρες της Λαμπρής με διάφορα μυρωδικά και τις στολίζουν με ξηρούς καρπούς και στολίδια από ζυμάρι. Ανάλογα με τις περιοχές τις ονομάζουν κουτσούνες, κουζουνάκια, κοφίνια, καλαθάκια, δοξάρια, αυγούλες, λαζαράκια.
Στην εκκλησία ψάλλεται η μακρά ακολουθία των Παθών με τα δώδεκα ευαγγέλια και αναπαριστάνεται ξανά η Σταύρωση. Αφού τελειώσουν τα 12 Ευαγγέλια, κοπέλες αναλαμβάνουν να στολίσουν τον Επιτάφιο με
γιρλάντες από λευκά λουλούδια, προκειμένου τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί ο επιτάφιος να είναι έτοιμος για να δεχθεί το «σώμα του Χριστού» κατά την Αποκαθήλωση.
Οι κουλούρες
Ο λαός αποδίδει μεγάλη δύναμη στα παρασκευάσματα της Μ. Πέμπτης. Στα ελληνικά χωριά της ανατολικής Ρούμελης «την κόκκινη Πέφτη» που θα ζυμώσουν κάνουν και τρία μικρά «κουλικάκια» με σταυρό και τα βάζουν στα εικονίσματα, και μάλιστα όταν ένας σκύλος πάθει λύσσα του δίνουν λίγο από αυτό για να γίνει καλά.
Στην Κέρκυρα, τα τσουρέκια που έφτιαχναν σε σχήμα κούκλας, με ένα κόκκινο αυγό για κεφάλι, τα έλεγαν κολομπίνες. Συνήθιζαν όμως και τις ζαχαρένιες κουτσούνες, από αλεύρι και νερό, που τις έκαναν με χρωματιστά ζυμάρια. Αγαπημένο θέμα τους ήταν και οι καβαλάρηδες, ο Αϊ-Γιώργης και ο Αϊ-Δημήτρης, αλλά και τα σπαθιά. Έβραζαν διάφορα χορταρικά (παντζάρια, χόρτα κ.ά.) ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για να κάνουν, π.χ., το φουστάνι της κολομπίνας, το άλογο, το σπαθί, και το ζουμί το έριχναν μέσα στο ζυμάρι
Στη Κορώνη, τις κουλούρες τις ζυμώνουν με λάδι, αμύγδαλα και γλυκάνισο, προσθέτουν και νερό από βρασμένα δαφνόφυλλα για νοστιμιά. Τις «κουτσούνες» τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρόστενες και τις στολίζουν με ζυμαρένια στολίσματα. Βάζουν στη μέση ένα αυγό κόκκινο και τις πασπαλίζουν με αμύγδαλα και σουσάμι.
Όταν οι κουλούρες ήταν για τα παιδιά, τότε τις έπλαθαν πραγματικές κουτσούνες. Τις έλεγαν και κουτσές ή και κοκκώνες. Τους έφτιαχναν από ζυμάρι χέρια και πόδια, για κεφάλι έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και πάνω του με μικρά ζυμαράκια σχημάτιζαν τα μάτια, το στόμα, τη μύτη...
Στη Χίο, τις κουτσούνες τις έκρυβαν μέχρι το Μεγάλο Σαββάτο και όταν χτυπούσαν οι καμπάνες τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών και έλεγαν: «Ξύπνα, ήρθε η γρια η Λαμπρινή και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο». Τότε τα παιδιά σηκώνονταν, τύλιγαν την κουτσούνα τους σε ένα μαντιλάκι και την έπαιρναν μαζί στην εκκλησία. Μετά το «Χριστός Ανέστη», όταν γύριζαν στο σπίτι, την έκοβαν και την έτρωγαν.
«Τελευταία βαπτιστική»
«Κατ' έτος την Μεγάλη Πέμπτη... Η θεια Σοφούλα εσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας διά τους τόσους βαπτιστικούς της... Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικός κουλούρας δια τους βαπτιστικούς, δια τους εγγονούς και τα δισεγγόνια. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε δια τας συντέκνισσας, δια τας ανεψιάς και τας δισεξαδέλφας της»... γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην «Τελευταία βαπτιστική».
Τα κόκκινα αυγά
Άλλη ασχολία της Μεγάλης Πέμπτης είναι το βάψιμο των αυγών (για αυτό και λέγεται και Κοκκινοπέφτη). Δεν είναι γνωστό για πιο λόγο βάφονται κόκκινα τα αβγά του Πάσχα.
Σύμφωνα με μια παράδοση από την Καστοριά, λέγεται ότι -όταν αναστήθηκε ο Χριστός- το ανακοίνωσαν σε μια χωρική, η οποία όμως δεν το πίστεψε και είπε: «Όταν τ' αβγά που κρατώ κοκκινίσουν, τότε θα έχει πράγματι αναστηθεί και ο Χριστός». Τα αυγά κοκκίνισαν, και από τότε τα βάφουν κόκκινα. Για άλλους βάφονται κόκκινα σε ανάμνηση του αίματος του Χριστού, για άλλους είναι έκφραση χαράς για την Ανάστασή του. Πάντως, μερικοί θεωρούν πιθανό ότι τα κόκκινα αυγά του Πάσχα διαδόθηκαν μέσω κάποιου αρχαίου εθίμου των Καλανδών σε όλη την Ευρώπη και Ασία μέχρι και τη Κίνα και ότι ξεκίνησαν από την Αίγυπτο.
Παλιότερα, στη Μακεδονία η νοικοκυρά έβαζε το πρώτο αβγό, το «αβγό της Παναγίας» στο εικονοστάσι, από όπου το έβγαζε με την πυροστιά μόνο όταν έβρεχε ή άστραφτε για να «ξορκίσει» το χαλάζι και τις πλημμύρες ή για να ξεματιάσει κάποιο παιδί.
Σε κάποια χωριά της Μακεδονίας, όπως οι Ελευθερές, μέχρι πριν από λίγα χρόνια με την μπογιά που είχε χρησιμοποιηθεί για το βάψιμο τον αβγών σημάδευαν το κεφάλι και την πλάτη των μικρών αρνιών. Στη δυτική Μακεδονία, δε, οι χωρικοί θάβουν στην πρώτη αυλακιά του χωραφιού όταν πρωτοσπέρνουν, το πρωτοβαμμένο αυγό «για νάναι το σιτάρι παστρικό όπως το αβγό, και να βλαστήσει ο σπόρος».
Στο Σοποτό των Καλαβρύτων, τα αβγά αυτά αφού τα εκκλησίασουν, τα θάβουν την ίδια ημέρα σταυρωτά στο αμπέλι για «να μην το φάει το σκαθάρι», ή όπως πιστεύουν στην Αρκαδία «να μην το πλησιάσει το χαλάζι».
Στην Κορώνη, τα πρωτογέννητα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης φυλάγονται και τα τρώνε όταν έχουν πονόλαιμο, ενώ σε μερικές περιοχές εκτός από τα αυγά, στην ίδια βαφή, βάφουν και υφάσματα κόκκινα που κρεμούν στα παράθυρα για να τα δει ο ήλιος. Και όσο τα υφάσματα είναι κρεμασμένα για να στεγνώσουν, οι γυναίκες δεν πλένουν επειδή το θεωρούν γρουσουζιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου