ΑΠΟ ΤΟ 1821 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Η Ιστορία μετά από 2 αιώνες απειλεί να μας στερήσει αυτή την ελευθερία μια και σαν λαός δείχνουμε ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Η Ιστορίας μάς χάρισε σχεδόν 200 Χρόνια Ελευθερίας. Και τι τα κάναμε;
Πελατειακό κράτος, εγχώριους κοτζαμπάσηδες-ολιγάρχες, λαικιστές και δημαγωγούς πολιτικούς, δημοσίους υπαλλήλους, διεφθαρμένους δημόσιους οργανισμούς και καφετερίες.
Η Ιστορία μετά από 2 αιώνες απειλεί να μας στερήσει αυτή την ελευθερία μια και σαν λαός δείχνουμε ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Aπό τον Βασίλη Μπόνιο
Οι Τούρκοι με απλά λόγια ανέπτυξαν πολεμική βιομηχανία και προηγμένη τεχνολογία. Εξάγουν ακόμη και πολεμικά αεροπλάνα σε χώρες όπως το Πακιστάν. Εμείς τι κάναμε σ΄αυτά τα 200 χρόνια της ελευθερίας;
Τι κάναμε σαν λαός πέρα από το να εκλιπαρούμε τους λαικιστές πολιτικάντηδες να μας διορίσουν στο δημόσιο, αυτή τη διαχρονική γάγγραινα.
Και οι κυβερνώντες τι έκαναν πέρα από το να διαπλέκονται με τους εγχώριους ολιγάρχες-κοτζαμπάσηδες;
Εχει δίκιο ο Δημήτρης Τζιώτης που γράφει ότι στη πραγματικότητα η επανάσταση του 1821 δεν έγινε ποτέ.
Σ΄αυτούς τους 2 αιώνες πολύ σκοτεινός υπήρξε και ο ρόλος της Εκκλησίας. Οι αυτόκλητοι μεσάζοντες του Θεού ήταν πάντα με το μέρος και στις αυλές των κοτζαμπάσηδων. Από το 1821 έως σήμερα.
Πετάξαμε δυο αιώνες ελευθερίας για να κάνουμε ένα χυδαίο πελατειακό κράτος γιατί σαν λαός δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ ότι το κράτος είναι ταυτόχρονα και η αμυνά μας, ο χώρος που ζούμε, μεγαλώνουμε, ο χώρος που λειτουργούν οι επιχειρήσεις.
...
Ενα κράτος για να υπάρχει πρέπει να μπορεί να υπερασπίζεται τα σύνορά του-διαφορετικά δεν έχει ουδεμία τύχη.
Τι κάναμε τα 200 χρόνια της ελευθερίας που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε;
Πως τα αξιοποιήσαμε; Τι διδαχθήκαμε από 4 αιώνες τουρκοκρατίας;
Ποιος εκεί έξω είναι υπερήφανος γι΄αυτό το σαρδανάπαλο διαπλεκόμενο πελατειακό κράτος;
Ποιος εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους, τους ολιγάρχες και τους λαικιστές πολιτικούς;
Και να που καταντήσαμε σήμερα. Ο περίγελος του Ερντογάν.
Εμείς το καταφέραμε αυτό.
Εχουν προηγηθεί 200 χρόνια ραγιαδισμού στο εγχώριο πελατειακό κράτος, στους ολιγάρχες και στους λαικιστές δημαγωγούς πολιτικούς.
Δείτε που καταντήσαμε-δείτε πως τα καταφέραμε.
Είστε σίγουροι εκεί έξω ότι το 2021 η Ελλάδα θα είναι αυτή που είναι σήμερα;
Ιστορία τώρα:
Οι κολίγοι
δούλευαν μέσα σε ασφυκτικά σκληρές συνθήκες. Όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσε το βόδι, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με το δοκάνι, μετέφεραν τη σοδειά με τη βοϊδάμαξα.
Οι ίδιοι οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν στους κολίγους τους σαν να ήταν ζώα. Τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Δεν τους επέτρεπαν να φιλοξενούν ανθρώπους στα σπίτια (καλύβες) που έμειναν, να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου, ακόμα και να παντρεύονται.
Δεμένοι με τα τσιφλίκια ήταν και οι λεγόμενοι προλετάριοι της υπαίθρου – παρακεντέδες και κουλουκτσήδες – που ήταν ακτήμονες χωρικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τους τσιφλικάδες, αλλά και από τους κολίγους, είτε ως εργάτες γης, είτε ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Μερικοί γίνονταν αγροφύλακες, τεχνίτες, αγωγιάτες – αυτοί πληρώνονταν από τους κολίγους και τους τσιφλικάδες – αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο που αμειβόταν σε είδος (στάρι, παπούτσια κλπ.) και ήταν σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.
Εκτός από τη σκληρή δουλειά και τους συνεχείς βάρβαρους κατατρεγμούς από τους τσιφλικάδες, οι κολίγοι είχαν να αντιμετωπίζουν και τις ασθένειες – ιδιαίτερα την ελονοσία – που τους θέριζαν.
Πολύ μεγάλο πρόβλημα ήταν οι εξώσεις και απειλές εξώσεων από τα κτήματα των τσιφλικάδων, οι οποίες απέκτησαν και επίσημο χαρακτήρα, το 1899, με το νόμο της κυβέρνησης Θεοτόκη περί «εξώσεων δυστροπούντων ενοικιαστών».Οι κολίγοι στην πυσρούπολι ήταν αρκετοί αλλά και πολλοί ήρθαν απο τα ξένα και τις γύρω περιοχές έχοντας σκοπό να καταλάβουν μερικά εδάφη για καλιέργεια για να μπορούν να ζήσουν τις οικογένειες τους αλλά δυστηχώς λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο ,δηλαδή τους τσιφλικάδες και τους τότε κοτζαμπάσηδες που΄ήταν μιά φάρα…
δούλευαν μέσα σε ασφυκτικά σκληρές συνθήκες. Όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσε το βόδι, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με το δοκάνι, μετέφεραν τη σοδειά με τη βοϊδάμαξα.
Οι ίδιοι οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν στους κολίγους τους σαν να ήταν ζώα. Τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Δεν τους επέτρεπαν να φιλοξενούν ανθρώπους στα σπίτια (καλύβες) που έμειναν, να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου, ακόμα και να παντρεύονται.
Δεμένοι με τα τσιφλίκια ήταν και οι λεγόμενοι προλετάριοι της υπαίθρου – παρακεντέδες και κουλουκτσήδες – που ήταν ακτήμονες χωρικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τους τσιφλικάδες, αλλά και από τους κολίγους, είτε ως εργάτες γης, είτε ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Μερικοί γίνονταν αγροφύλακες, τεχνίτες, αγωγιάτες – αυτοί πληρώνονταν από τους κολίγους και τους τσιφλικάδες – αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο που αμειβόταν σε είδος (στάρι, παπούτσια κλπ.) και ήταν σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.
Εκτός από τη σκληρή δουλειά και τους συνεχείς βάρβαρους κατατρεγμούς από τους τσιφλικάδες, οι κολίγοι είχαν να αντιμετωπίζουν και τις ασθένειες – ιδιαίτερα την ελονοσία – που τους θέριζαν.
Πολύ μεγάλο πρόβλημα ήταν οι εξώσεις και απειλές εξώσεων από τα κτήματα των τσιφλικάδων, οι οποίες απέκτησαν και επίσημο χαρακτήρα, το 1899, με το νόμο της κυβέρνησης Θεοτόκη περί «εξώσεων δυστροπούντων ενοικιαστών».Οι κολίγοι στην πυσρούπολι ήταν αρκετοί αλλά και πολλοί ήρθαν απο τα ξένα και τις γύρω περιοχές έχοντας σκοπό να καταλάβουν μερικά εδάφη για καλιέργεια για να μπορούν να ζήσουν τις οικογένειες τους αλλά δυστηχώς λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο ,δηλαδή τους τσιφλικάδες και τους τότε κοτζαμπάσηδες που΄ήταν μιά φάρα…
Oι τσιφλικάδες
Μια κατηγορία τσιφλικάδων ήταν από τους Έλληνες της διασποράς (Ρωσία, Ρουμανία, Τουρκία κ.ά.). Πολλοί απ’ αυτούς – Ζαρίφης, Ζάππας, Ζωγράφος, Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ, Καραπάνος, Μπαλτατζής κ.ά. – ήταν άνθρωποι του κεφαλαίου που ασχολούνταν με χρηματικές και τραπεζικές δραστηριότητες.
Υπήρχαν και οι τσιφλικάδες «εκ περιστάσεως» – νομάρχες, δικαστικοί, διοικητικοί υπάλληλοι, βουλευτές, υπουργοί κ.ά. – που έγιναν τα «νέα τζάκια», καθώς και μερικοί που ήταν πριν κολίγοι και οι οποίοι ήταν οι πιο στυγνοί εκμεταλλευτές των κολίγων.
Στα τσιφλίκια τους – το καθένα ήταν από 10.000 έως 100.000 στρέμματα – δούλευαν οι κολίγοι. Ήταν ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα κτήματα και έδιναν μέρος της σοδειάς – τη λεγόμενη μορτή – στους τσιφλικάδες, ενώ πλήρωναν και φόρο στο κράτος (το λεγόμενο «φόρο αροτριώντων», που επέβαλε η κυβέρνηση Τρικούπη).
Δεμένοι με τα τσιφλίκια ήταν και οι λεγόμενοι προλετάριοι της υπαίθρου – παρακεντέδες και κουλουκτσήδες – που ήταν ακτήμονες χωρικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τους τσιφλικάδες, αλλά και από τους κολίγους, είτε ως εργάτες γης, είτε ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Μερικοί γίνονταν αγροφύλακες, τεχνίτες, αγωγιάτες – αυτοί πληρώνονταν από τους κολίγους και τους τσιφλικάδες – αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο που αμειβόταν σε είδος (στάρι, παπούτσια κλπ.) και ήταν σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.
Οι ίδιοι οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν στους κολίγους τους σαν να ήταν ζώα. Τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Δεν τους επέτρεπαν να φιλοξενούν ανθρώπους στα σπίτια (καλύβες) που έμειναν, να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου, ακόμα και να παντρεύονται.
Επιπλέον, το αφεντικό είχε το δικαίωμα να ξεπαρθενεύει τα ανύπαντρα κορίτσια, να κοιμάται την πρώτη νύχτα του γάμου με τη νύφη – το λεγόμενο «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» – να έχει τις παντρεμένες γυναίκες στη διάθεσή του για να συγυρίζουνε το κονάκι του και να του κάνουν το κέφι.
Στην Πυρσούπολι υπήρχαν τσιφλικάδες πολλοί αλλά και μετά τον πόλεμο ειδικά μετά την μετανάστευση όπου έφυγαν οι ντόπιοι στα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης έμειναν κάτι τσιπλάκηδες που με το ζόρι αλλά και την μαγκιά τους κατόρθωσαν σιγά – σιγά να καλλιεργούν παράνομα τις ιδιοκτησίες των φευγάτων για πολλά χρόνια χωρίς να καταβάλουν το αντίτιμο για το ενίκοιο των χωραφιών και έτσι μέχρι να αρχίσουν να έρχονται οι επιδοτήσεις κανείς δεν ήξερε τι γινόταν. Μετά , κατά την δεκαετία του 80 ξύπνησαν μερικοί ντόπιοι και ζητούσαν νοίκια , ώστε να ξεσηκωθούν και άλλοι ζητώντας.
Υπήρχαν και οι τσιφλικάδες «εκ περιστάσεως» – νομάρχες, δικαστικοί, διοικητικοί υπάλληλοι, βουλευτές, υπουργοί κ.ά. – που έγιναν τα «νέα τζάκια», καθώς και μερικοί που ήταν πριν κολίγοι και οι οποίοι ήταν οι πιο στυγνοί εκμεταλλευτές των κολίγων.
Στα τσιφλίκια τους – το καθένα ήταν από 10.000 έως 100.000 στρέμματα – δούλευαν οι κολίγοι. Ήταν ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα κτήματα και έδιναν μέρος της σοδειάς – τη λεγόμενη μορτή – στους τσιφλικάδες, ενώ πλήρωναν και φόρο στο κράτος (το λεγόμενο «φόρο αροτριώντων», που επέβαλε η κυβέρνηση Τρικούπη).
Δεμένοι με τα τσιφλίκια ήταν και οι λεγόμενοι προλετάριοι της υπαίθρου – παρακεντέδες και κουλουκτσήδες – που ήταν ακτήμονες χωρικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τους τσιφλικάδες, αλλά και από τους κολίγους, είτε ως εργάτες γης, είτε ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Μερικοί γίνονταν αγροφύλακες, τεχνίτες, αγωγιάτες – αυτοί πληρώνονταν από τους κολίγους και τους τσιφλικάδες – αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο που αμειβόταν σε είδος (στάρι, παπούτσια κλπ.) και ήταν σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.
Οι ίδιοι οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν στους κολίγους τους σαν να ήταν ζώα. Τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Δεν τους επέτρεπαν να φιλοξενούν ανθρώπους στα σπίτια (καλύβες) που έμειναν, να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου, ακόμα και να παντρεύονται.
Επιπλέον, το αφεντικό είχε το δικαίωμα να ξεπαρθενεύει τα ανύπαντρα κορίτσια, να κοιμάται την πρώτη νύχτα του γάμου με τη νύφη – το λεγόμενο «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» – να έχει τις παντρεμένες γυναίκες στη διάθεσή του για να συγυρίζουνε το κονάκι του και να του κάνουν το κέφι.
Στην Πυρσούπολι υπήρχαν τσιφλικάδες πολλοί αλλά και μετά τον πόλεμο ειδικά μετά την μετανάστευση όπου έφυγαν οι ντόπιοι στα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης έμειναν κάτι τσιπλάκηδες που με το ζόρι αλλά και την μαγκιά τους κατόρθωσαν σιγά – σιγά να καλλιεργούν παράνομα τις ιδιοκτησίες των φευγάτων για πολλά χρόνια χωρίς να καταβάλουν το αντίτιμο για το ενίκοιο των χωραφιών και έτσι μέχρι να αρχίσουν να έρχονται οι επιδοτήσεις κανείς δεν ήξερε τι γινόταν. Μετά , κατά την δεκαετία του 80 ξύπνησαν μερικοί ντόπιοι και ζητούσαν νοίκια , ώστε να ξεσηκωθούν και άλλοι ζητώντας.
Οι κοτζαμπάσηδες
στα τούρκικα σημαίνει ο προεστός, ο κοινοτάρχης. Υπήρξαν η οικονομική ολιγαρχία της εποχής, οι έχοντες και κατέχοντες, οι αντιπρόσωποι των τουρκικών συμφερόντων προεπαναστατικά και των δυτικών μετεπαναστατικά. Βαθύτατα συντηρητικοί, προσκυνημένοι και φιλότουρκοι. Οι Έλληνες τους ονόμαζαν «χριστιανούς Τούρκους». Ντύνονταν και συμπεριφέρονταν σαν Τούρκοι και έπαιρναν τους φόρους από τους εξαθλιωμένους ραγιάδες για να τους παραδώσουν στα αφεντικά τους και φυσικά να κρατήσουν το μερίδιό τους. Επέβαλλαν φυσικά και την «τάξη» καθώς είχαν προσωπικούς στρατούς από ένοπλους μπράβους, κυρίως Ρουμελιώτες, για να τρομοκρατούν τους κακόμοιρους χωρικούς.
Στη Δράμα και ειδικά στην αρχαία πυρσούπολι υπάρχουν μαρτυρίες για κοτζαμπασηδες που έζησαν και άφησαν πίσω τους κληρονόμους αλλά και μεταφερόμενους απο βόρειες περιοχές όλοι τους ήταν και είναι δωσίλογοι και άεθνοι χωρίς συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα κάτι σαν Σλαβομακεδόνες και τουρκόγυφτοι καθώς και εξόριστοι απο την παλαιά Ελλάδα για να διαφεντεύουν τους γηγενείς κάτοικους σκηνίτες και νομάδες ντόπιους κατοίκους της πυρσούπολις που τους ονόμαζαν προσότσανλήδες, κάτι σαν παρακατιανούς…
https://kourdistoportocali.com/read-this/200-chronia-pelateiako-kratos-kotzampasides-dimagogoi-politikoi-dimosio-kai-kafeteries/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου