ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Μυτιλήνη: Κλειστά την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου σχολεία – Θα γίνουν έλεγχοι για
τον σεισμό
-
Σύμφωνα με τον Δήμαρχο Ταξιάρχη Βέρρο μετά το σεισμό “δεν υπάρχει καμμία
αναφορά ζημιών στο σχολείο προχωράμε όμως από το πρωί σε έλεγχο των
σχολείων γι...
Πριν από 1 ώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου