ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Αναστάτωση στη Λάρισα: Άνδρας άρχισε να βγάζει τα ρούχα του σε κοινή θέα!
-
Απίστευτες φωτογραφίες από το κέντρο της Λάρισας Ένα περιστατικό που σόκαρε
την τοπική κοινωνία της Λάρισας σημειώθηκε στο κέντρο της πόλης όταν ένας
άνδ...
Πριν από 40 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου