ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Οι πιο εξελιγμένες τεχνικές χειρουργικής αντιμετώπισης Προφυλακτικής
Μαστεκτομής και Μαστεκτομής για καρκίνο του μαστού
-
Γράφει η
Γαλανού Ιωάννα
Χειρουργός Μαστού, Συνεργάτης Α ΄Κλινικής Μαστού ΜΗΤΕΡΑ
Οι γυναίκες με γονιδιακές μεταλλάξεις που σχετίζονται με υψηλό…
Το άρθρο Ο...
Πριν από 11 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου