ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Μιχάλης και Ανέστης, οι θρυλικοί δίδυμοι της Θεσσαλονίκης: Πλέον ο Μιχάλης
θα κάνει μόνος του βόλτες, καθώς ο Ανέστης έφυγε από τη ζωή
-
“Εμείς κάνουμε πολλές βόλτες στην πόλη. Το συνηθίζαμε από παιδιά.
Κατεβαίνουμε από το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Όλγας κι από εκεί στην παραλία.
Αυτή είναι ...
Πριν από 17 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου