ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
ρ। (αντιπολιτεύθηκα) είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική (γεν।) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
(η) ουσ। (Κ αντιπολίτευσις, -εως) η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική αντίθεση στα σχέδια κάποιου, αντίπραξη το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω κόμματα।
Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ παρατάξεις κύριε Σταράμο।
Ησαστε έσεις και η παράταξή σας έτοιμοι λέγατε να διοικήσετε τον τόπο।
Τώρα που ακριβώς είστε, εσείς και οι σύμβουλοί σας;;
Τειρεσίας
Νίκος Πλακιάς: Πλέον δεν οργίζομαι με τον υπουργό Καραμανλή αλλά με όλους
τους χειροκροτητές του .
-
Πλέον δεν οργίζομαι με τον @karamanlis_k αλλά με όλους τους χειροκροτητές
του . Απορώ !!! Δεν έχουν οικογένειες ; Δεν γνωρίζουν ότι μπορεί να ήταν
στην θ...
Πριν από 37 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου