skip to main |
skip to sidebar
ΠΑΤΡΙΔΟΓΡΑΦΙΚΑ Καθηγητής Δρ.Μηχ. Ε.Μ.Π. Ανδρέας Ι.ΣώκοςΟ Πασάς της Σκόντρας με τον Ομέρ Βρυώνη δεν τράβηξαν για το Μεσολόγγι, έφτασαν στις 17 Σεπτεμβρίου 1823 και σταμάτησαν στο Αιτωλικό. Αυτή τη φορά δεν βιάζονταν να φτάσουν στην άκρη. Ήθελαν να ξεκαθαρίσουν τις εστίες πολέμου απ’ όπου περνούσαν. Φαίνεται όμως πως δεν υπολόγισαν ούτε στην άμυνα της πόλεως, ούτε στη «φυσική ασπίδα» της. Το Αιτωλικό τότε δεν είχε τη γέφυρα που έχει σήμερα. Στη στεριά έβγαιναν με «περαταριές» Δεν ήταν όπως σήμερα, όλος ο τόπος του χτισμένος. Προς τα δυτικά είχε περιβόλια και παρ’ όλο που το νερό το έφερναν από το Κεφαλόβρυσο, είχε θαυμάσιους κήπους. Ο Γερμανός ποιητής Σβάμπ τραγουδώντας τότε την πολιορκία του Αιτωλικού αρχίζει:«Ένα χαρούμενο νησί, τόσο καταπράσινο από τις συκιές και τριανταφυλλιές, που αλλού μόνο με τη φαντασία πλάθεται και μόνο με της αυγής το όνειρο μπορούσε κανείς να το δει»Μετά τέσσερα χρόνια, στις 21-12 1827,ο Άστιγξ επίσης έγραφε στον τότε αρχιστράτηγο Τσώρτς:
«το Ανατολικό έχει ωραία σπίτια, με κήπους, είναι καλύτερο του Μεσολογγίου, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το πάρωμε» (Αρχείο Τσώρτς)
Στρατοπέδευσαν λοιπόν οι Τουρκαλβανοί κατά την «Παλιοσάλτσενα» (άγονη έκταση παρά την Ανατολική πλευρά του Αχελώου που άρχιζε από το Νιοχώρι κι έφτανε στην παραλία, απέναντι από τις Εχινάδες νήσους) κι άφηναν τους Έλληνες να τα έχουν χαμένα μη ξέροντας ποια πόλη θα χτυπήσουν. Ευτυχώς ή δυστυχώς, στις 2 Οκτωβρίου έγινε μια μικροσυμπλοκή με μια μικρή Ελληνική ομάδα που βγήκε στη στεριά. Η ζημιά ήταν ότι σκοτώθηκαν τρεις Έλληνες. Ανάμεσά τους ο καπετάνιος Βασίλης Σουλιώτης. Το κέρδος ήταν ότι πιάστηκαν μερικοί αιχμάλωτοι από τους οποίους οι πολιορκημένοι έμαθαν ότι ετοιμάζεται το χτύπημα του Αντελικού με βαριά κανόνια που είχαν μεταφέρει απ’ τη Ναύπακτο και τον Τούρκικο στόλο, που εκείνες τις μέρες ανεμπόδιστος έπλεε στα νερά της Αιτωλίας. Το πέρασμα από τη Ναύπακτο ήταν επίσης ελεύθερο αφού οι πασάδες φρόντισαν ισχυρές δυνάμεις τους να πιάσουν το Μπουχωρο-Γάλατο. Μετά την παρακάτω πληροφορία, άρχισε γοργά η άμυνα του Αιτωλικού. Ο μηχανικός Μιχ. Κοκκίνης ένας έμπειρος Χιώτης που παρακολουθούσε στη Γαλλία οχυρωματικά έργα και που σ΄ αυτόν ανήκει μια σημαντική μερίδα από το θρίαμβο του Μεσολογγίου μαζί με τον Άγγλο Μάρτινς, ειδικό στα πυροβόλα, ανέλαβαν την τοποθέτηση των κανονιών. Ο Μητροπολίτης Ιγνάτος τους είχε στείλει από την Πίζα της Ιταλίας ένα βαρύ κανόνι και το έστησαν στο νησάκι του Πόρου. Δεν είχαν βόμβες για τόσο μεγάλο κανόνι, τις μάζευαν όμως τα Ελληνόπαιδα από αυτές που έριχναν οι τούρκοι και δεν είχαν σκάσει. Έτσι άρχισε ένας σφοδρός κανονιοβολισμός από τη μια μεριά και την άλλη, μα σίγουρα οι ζημιές ήταν μεγαλύτερες για τους Έλληνες. Πυκνοκατωκοιμένο το μικρό νησάκι, δέχονταν το χτύπημα σ’ ανθρώπους, ζώα και σπίτια. Πέρα απ’ αυτό το κακό ήταν ένα άλλο χειρότερο: Δεν υπήρχε νερό. Στην πόλη το νερό έρχονταν από το Κεφαλόβρυσο που τώρα ήταν στα χέρια του εχθρού.
(Το νερό το φέρνανε με βαρέλια επάνω σε «γάϊτες» κατ’ ευθείαν από το «αυλάκι» του Κεφαλοβρύσου που σήμερα -μετατοπίστηκε από τα τεχνικά έργα- ή σε ζώα, μέχρι την ανατολική ακτή και από κει πάνω με τις «περαταριές» στην πόλη)
Μετά από κάμποσες μέρες σφοδρό και ασταμάτητο κανονίδι, μαζί με τη φοβερή έλλειψη του νερού, οι πασάδες πίστεψαν πως πολεμιστές και λαός λύγισαν. Έστειλαν τότε ανθρώπους κατά πάσα πιθανότητα του Βαρνακιώτη, που χωρίς ντροπή ακολουθούσε και τότε τα τουρκαλβανι-κά ασκέρια, να τους προτείνουν ράϊ, προσκύνημα με αντάλλαγμα την αμνηστία που θα τους χάριζαν οι μεγαλόψυχοι αφέντες. Παρά την απελπιστική κατάστασή τους, οι Έλληνες του Αντελικού, αρματωμένοι και ξαρμάτωτοι, σε μια κοινή σύσκεψη, φώναξαν ΟΧΙ.
Δ.Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου