Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Στα ουσιώδη αναλφάβητοι, του Χρήστου Γιανναρά





Πριν δεκαπέντε μέρες, οι Γάλλοι είδαν με φρίκη να καίγεται, μπροστά στα μάτια τους, ο μεγαλειώδης και εμβληματικός καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων. Φρικιούσαν, αλλά ήταν και φανερά δυσχερέστατο να εξηγήσουν την αξία και τη σημασία που είχε, για τον κάθε Γάλλο και για τη Γαλλία, αυτός ο ναός.

Εμοιαζε η αμηχανία τους με αυτή των Ελλήνων όταν μιλάμε για τον Παρθενώνα: Καυχόμαστε γι’ αυτόν, αλλά, αν εξαιρέσουμε μετρημένους στα δάχτυλα συμπατριώτες μας, δεν ξέρουμε να δικαιολογήσουμε τον παγκόσμιο θαυμασμό γι’ αυτό το ερείπιο.

«Χάσαμε κάτι από την ύπαρξή μας, από το πεπρωμένο μας», είπε παρακάμπτοντας την αιτιολόγηση ο πρόεδρος Μακρόν. Ξέρουμε ότι οι Γάλλοι είναι μια κοινωνία που κάποτε (σε συγκεκριμένες συγκυρίες) επέλεξε να αυτοχαρακτηριστεί επισήμως «αθεϊστική». Η Παναγία των Παρισίων (η Notre Dame, που θα πει «η κυρά μας – η αφέντρα μας») είναι ο ... καθεδρικός ναός της χριστιανικής Εκκλησίας στην πόλη – πώς και γιατί ανήκει στο «είναι» των Γάλλων, στη συλλογική τους ύπαρξη τη συγκροτημένη σε κράτος «αθεϊστικό»;

«Η Notre Dame είναι η ιστορία μας, είναι η λογοτεχνία μας, είναι το φαντασιακό μας», πρόσθεσε ο Μακρόν. Θα έμοιαζε συνεπέστερο και ακριβέστερο να πει: είναι η πολιτισμική μήτρα που μας γέννησε και που την αρνηθήκαμε, όχι αδικαιολόγητα. Χτίσαμε άλλον πολιτισμό, άλλον τρόπο βίου, άλλη νοο-τροπία, φορέσαμε γυαλιά που δεν αναγνωρίζουν σε τι μας αφορά το αρχιτεκτόνημα της Notre Dame: Βλέπουμε φιοριτούρα, εκεί που οι τεχνίτες της πέτρας αποτύπωναν δοξολογία, θαυμάζουμε αισθητική και μεγαλοπρέπεια προσπερνώντας τον έρωτα που γέννησε το κάλλος. Θα ξαναχτίσουμε τη Notre Dame με την τεχνολογία μας, που επιτρέπει εντυπωσιακές απομιμήσεις, αφού όλος ο πολιτισμός μας σήμερα θεμελιώνεται στις εντυπώσεις, όχι στον ρεαλισμό των σχέσεων. Θα την ξαναχτίσουμε, γιατί το «μνημείο» εξακολουθεί να εντυπωσιάζει δεκατρία εκατομμύρια επισκέπτες, κάθε χρόνο, με εισιτήριο.

Δεν έχουμε μαστόρους, την ψυχή της Τέχνης, αλλά έχουμε λεφτά και μηχανές που κατασκευάζουν, απεριόριστα, ρεπλίκες.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον Παρθενώνα και τα γλυπτά του: Κόπτονται και εκλιπαρούν οι πρόεδροι της κωμικής μας Δημοκρατίας, πρωθυπουργοί, υπουργοί «πολιτισμού», ο ένας μετά τον άλλον, στο θλιβερό μας Ελλαδιστάν, ικετεύουν οίκτο από τους λωποδύτες: Να μας επιστρέψουν τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα, για να εισπράττει εισιτήρια, όχι το Βρετανικής λωποδυσίας Μουσείο, αλλά η ελβετικής ωφελιμοθηρίας τερατόμορφη «αισθητική» του δικού μας μουσείου. Δεν έχουμε να επιδείξουμε ούτε καν ευτελείς ρεπλίκες δημοκρατίας, απηχήματα «πόλεως» (αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων), κοινωνικού αθλήματος θεσμούς – τίποτα. Εισιτήρια θέλουμε, «παρά», για να διαιωνίζουμε την πολιτική διαφθορά μας.

Παναγία των Παρισίων, Παρθενώνας και τρίτο κορύφωμα επίκαιρης υποκρισίας: ο κρατικός εορτασμός του Πάσχα. Εχουμε επιτρέψει με την ψήφο μας να κυβερνούν την πατρίδα μας (να διαχειρίζονται εξουσιαστικά τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, τις συλλογικές στοχεύσεις) συμπολίτες μας που αρνούνται, παρακάμπτουν ή απροκάλυπτα χλευάζουν κάθε μεταφυσική πίστη-εμπιστοσύνη-προσδοκία ελευθερίας από την αναγκαιότητα. Ανθρωποι αναλφάβητοι στα ουσιώδη του πολιτισμού, δεν υποψιάστηκαν ποτέ ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα, την Τραγωδία, τη Δημοκρατία, και ποια μεταφυσική γέννησε την Αγια-Σοφιά, την ευχαριστιακή δραματουργία, την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα.

Ολόκληρο το πολιτικό μας φάσμα, από άκρη σε άκρη, συναινεί ανενδοίαστα στην αργία των ημερών του Πάσχα, πλαισιώνει θεατρινίστικα και κωμικά φανφαρόνικες περιφορές του επιταφίου ή τη φιέστα των βαρελότων της Ανάστασης. Αλλά δεν μπορεί να ψελλίσει ούτε καν ερώτημα για αιτία και σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών, δεν μπορεί να διακρίνει στην Τέχνη ίχνη αυτής της πάλης – λογαριάζει την Τέχνη μόνο σαν αισθητική (καταναλωτική) απόλαυση ή έμμεσα διδακτική χρησιμοθηρία.

Και αυτή η καταθλιπτική «μεταφυσική αγραμματοσύνη» δεν είναι επακολούθημα μόνον του πρωτογονισμού που συνεπάγεται η μανιακή δίψα για εξουσία. Είναι γνώρισμα της συνολικής κοινωνικής παρακμής μας, του ατομοκεντρισμού, του αμοραλισμού, της ακοινωνησίας που αυτονόητα κυριαρχεί σε κάθε παραμικρή πτυχή της ελεεινής ανοργανωσιάς μας.

Ακόμα και το εκκλησιαστικό γεγονός, ενορία και επισκοπή, αφορά και αποβλέπει, όχι στο πεδίο της ύπαρξης, αλλά αποκλειστικά στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Απολυτοποιημένη και πνιγερή, η κυριαρχία του κηρύγματος, δηλαδή της ηθικολογίας και του διδακτισμού. Το εκκλησιαστικό γεγονός στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι κοινωνούμενη μετοχή σε «σώμα» σχέσεων αγαπητικής αμοιβαιότητας. Είναι η οργανωμένη, με διδακτική ποδηγεσία, ιδεολογική ορογνωμία και χρήσιμη ορθοπραξία. Ολα είναι κήρυγμα, καταιγισμός προπαγάνδας και παραινέσεων – προφορικό έντυπο, ραδιοτηλεοπτικό κήρυγμα. Η πρόσβαση στην αλήθεια μόνο διανοητική και συναισθηματική, δηλαδή ατομοκεντρική, η «σωτηρία» στεγανά νομική-δικανική, απόλυτα εγωκεντρική.

Κρυμμένο κάτω από τη στάχτη του διδακτισμού, το πασχάλιο άγγελμα: «Ο θάνατος πατείται θανάτω»: Η αποκρυπτογράφηση δεν υποτάσσεται στη λογική του κηρύγματος.

Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 28/4/19

Δεν υπάρχουν σχόλια: